Τα γεγονότα της Τασκένδης






Δημήτρη Βύσσιου: Η επέμβαση των χρουτσωφικών ρεβιζιονιστών στο ΚΚΕ - Τα γεγονότα της Τασκένδης

Από την ανοιχτή επέμβαση της προδοτικής ρεβιζιονιστικής ομάδας των Χρουτσώφ-Μικογιάν-Μπρέζνιεφ κλπ. στα εσωτερικά του ΚΚΕ το Σεπτέμβρη του ’55 στην Τασκένδη και το Μάρτη του ’56 με την παρασυναγωγή των ελλήνων οπορτουνιστών που οργάνωσε ο Ο. Κοουζίνεν, με εντολή του Χρουτσώφ, και που βαφτίστηκε “6η ολομέλεια” του “Κ”ΚΕ πέρασαν σχεδόν 4 δεκαετίες και κανένας από την ηγεσία του “Κ”ΚΕ δεν τόλμησε να μιλήσει ως τώρα.
Είναι ευτύχημα για το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα, που μία σειρά σύντροφοι παλιοί κομμουνιστές μίλησαν και μιλούν (γραπτά και προφορικά) για την ωμή και απροσχημάτιστη επέμβαση των χρουτσωφικών ρεβιζιονιστών - αυτών των πρακτόρων του διεθνούς ιμπεριαλισμού - στο ΚΚΕ και το διορισμό στην ηγεσία του της δεξιάς οπορτουνιστικής ομάδας των Κολιγιάννη-Παρτσαλίδη-Βαφειάδη Δημητρίου κλπ. Έτσι η εργατική τάξη και ο λαός μας Θα γνωρίσουν την ιστορική αλήθεια. Ένας απ’ αυτούς που μίλησαν ήταν και ο σ. Δ. Βύσσιος, που ρίχτηκε στις ρεβιζιονιστικές φυλακές, καταδικάστηκε και εξορίστηκε για πολλά χρόνια στη Σιβηρία για να αποκηρύξει τις κομμουνιστικές ιδέες, που κείμενό του δημοσιεύουμε σ’ αυτό το φύλλο.
Δημήτρη Κ. Βύσσιου
Η Ανοιχτή Επιστολή προς τον Μπορίς Νικολάεβιτς Πονομαριόφ, πρώην υπεύθυνο του Τμήματος Διεθνών Σχέσεων της ΚΕ του ΚΚΣΕ (Ιανουάριος 1991) του συντρόφου Δ. Βύσσιου είναι μια απάντηση στη διαστρέβλωση της ιστορικής αλήθειας που περιέχεται στη συνέντευξη του Πονομαριόφ, που δόθηκε στα «ΝΕΑ» το πρώτο 15νθήμερο του Δεκέμβρη (11.12.90) σχετικά με τα γεγονότα της Τασκένδης.
Το κείμενο-απάντηση του σ. Βύσσιου, που έζησε τα γεγονότα, στις ψευδολογίες του Μ.Ν.Πονομαριόφ δεν αποκαθιστά μόνο την ιστορική αλήθεια, δεν έχει μόνο ιστορική αξία, αλλά και μεγάλη επίκαιρη πολιτική σημασία, επειδή: 1) γνωρίζει στην εργατική τάξη και το λαό μας την ιστορική αλήθεια, 2) φωτίζει τον αντεπαναστατικό δρόμο της προδοτικής χρουστσοφικής ομάδας, που επιδίωξή της απ’ την αρχή ήταν η ανατροπή του σοσιαλιστικού συστήματος και η διάλυση του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, 3) αποκαλύπτει το διαλυτικό ρόλο των διορισμένων από τους σοβιετικούς ρεβιζιονιστές στην ηγεσία του κόμματος έλληνες οπορτουνιστές, 4) δείχνει στους κομμουνιστές τις ρίζες της κακοδαιμονίας του ελληνικού εργατικού κινήματος, 5) δείχνει τη συνέχιση του αδιεξόδου της σημερινής ρεβιζιονιστικής γραμμής του «Κ»ΚΕ(΄56), συνέχεια εκείνης του 20ου Συνεδρίου του ΚΚΣΕ.
«Ανοιχτή Επιστολή
Προς τον Μπορίς Νικολάεβιτς Πονομαριόφ, πρώην υπεύθυνο του Τμήματος Διεθνών Σχέσεων της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης
Κύριε,
Διάβασα την απολογητική σας συνέντευξη στον ανταποκριτή της αθηναϊκής εφημερίδας «Τα Νέα» στη Μόσχα κ. Δ. Κωνσταντόπουλο. Μια αντικειμενική εκτίμηση αυτών που είπατε, όπως φυσικά δημοσιεύτηκαν και δεν διαψεύσθηκαν από κανέναν οδηγεί στη διαπίστωση ότι το λιγότερο πρόκειται για μια αδέξια απόπειρα να καλυφθεί κάτω από το πέπλο της διαστρέβλωσης μια πτυχή της τραγικής ιστορίας των επεμβάσεων στο ελληνικό αριστερό κίνημα γενικά και του δύσκολου δρόμου (έκφραση πολύ επιεικής) που πέρασε και περνάει η ελληνική προσφυγιά στο σύνολό της σχεδόν στην ΕΣΣΔ από το 1949 μέχρι σήμερα.
Στη διάρκεια της 40χρονης αναγκαστικής υπερωρίας μου έζησα και είδα από κοντά τα γεγονότα στα οποία αναφέρεσθε. Αυτό με υποχρεώνει να αντιμετωπίσω την ιστορική αλήθεια χωρίς φόβο και πάθος και στο βαθμό που μπορώ πιο αντικειμενικά. Παρόμοια προσπάθειά μου στα χρόνια της παραμονής μου στην ΕΣΣΔ είχε μακρόχρονης διάρκειας σε βάρος μου επιπτώσεις: γιατί έρχονταν σε αντίθεση με τα συμφέροντα των κρατούντων. Αυτό το κάνω ακόμα και σαν μια ελάχιστη προσφορά στη μεγάλη ηθική υποχρέωση όλων μας στη μνήμη εκείνων που εγκατέλειψαν τη ζωή μακριά από την πατρίδα, σε συνθήκες απάνθρωπων κατατρεγμών.
Περίμενα μετά τη δημοσίευση της συνέντευξής σας, ότι στο επίσημο δημοσιογραφικό όργανο της ΚΕ του ΚΚΕ την εφημερίδα «Ριζοσπάστης» θα δημοσιεύονταν ένα υπεύθυνο κείμενο της ΚΕ που θα αποκαθιστούσε την αλήθεια.
Δεν ξέρω την αιτία που υποχρεώνει την καθοδήγηση του ΚΚΕ να μην μπορεί ή να μην θέλει να ακουστεί η αλήθεια για μια συνταρακτική περίοδο της ιστορίας του ελληνικού αριστερού κινήματος, που και σήμερα ακόμα, έπειτα από 35 χρόνια δεν αφήνει ασυγκίνητη την κοινή γνώμη της Ελλάδας και πιο πολύ εκείνους που έζησαν άμεσα τα γεγονότα της περιόδου αυτής.
Έτσι, προβάλλει η ανάγκη να ειπωθούν από μας εκείνα που εσείς «ξεχάσατε» και η ΚΕ του ΚΚΕ αντιπαρέρχεται. Μια πρώτη γενική διαπίστωση από το διάβασμα της δημοσίευσης αυτής είναι ότι έχετε πάθει καθολική αμνησία, κάτι που είναι τελείως ασυμβίβαστο με την ιδιότητά σας του συνεργάτη του Τμήματος Διεθνών Σχέσεων της ΚΕ του ΚΚΣΕ...».
«Η προσπάθειά σας, με την συνέντευξη αυτή, να αποστασιοποιηθείτε και να μειώσετε το ρόλο σας στην τραγωδία της προσφυγιάς σας εκθέτει ανεπανόρθωτα και ηθικά και πολιτικά»...
«Με την άμεση και αδιάκοπη καθοδήγησή σας η ομάδα Σεμενκόφ και Τοπόρικοφ στη Μόσχα και οι Πανομαρένκο, Σαάκοφ καθώς και τα διορισμένα κάθε φορά ελληνικά όργανά σας, «έκοβαν κα έραβαν» στα μέτρα σας ότι είχε σχέση με τους Έλληνες πρόσφυγες και τις Οργανώσεις τους στην ΕΣΣΔ. Αυτό συνεχίζεται και σήμερα, με θύματα τους λίγους έλληνες πρόσφυγες της Τασκένδης.
Τα υπολείμματα της ελληνικής προσφυγιάς στη Σοβιετική Ένωση (1.500 – 2.000 άτομα) στη συντριπτική τους πλειοψηφία είναι η στυμμένη πια λεμονόκουπα που έχουν καταδικαστεί να πεθάνουν μακριά από την πατρίδα τους. Κι’ αυτό όταν στον προϋπολογισμό της ΕΣΣΔ για το 1990 διατίθενται 12 δισεκατομμύρια Ρούβλια για δωρεάν βοήθεια ακόμα και σε διαφθαρμένα καθεστώτα («Νέα της Μόσχας», Μάρτιος 1990, «Ισβέστια», Οκτώβρης 1990). Έτσι εγκαταλείφθηκαν στην τύχη τους απ’ όλους, γερασμένοι και ανήμποροι, οι Έλληνες πρόσφυγες αφού δεν έχουν πια να δώσουν τίποτε. Έτσι γράφεται η τελευταία σελίδα της ιστορίας της ελληνικής προσφυγιάς. Το ότι στις άλλες χώρες της ΝΑ Ευρώπης η κατάσταση για τους πρόσφυγες είναι ακόμα χειρότερη δεν αποτελεί ελαφρυντικό για κανέναν.
Αλήθεια, πως δεν θυμάστε τίποτε; Πως μπορέσατε να ξεχάστε όλα σας τα θύματα; Και με μια τέτοια καθολική, παθολογική αμνησία, ποιος είναι ο ρόλος σας στο μηχανισμό του Τμήματος Διεθνών Σχέσεων της ΚΕ του ΚΚΣΕ, απ’ όπου και δόθηκε η συνέντευξη στον ανταποκριτή της αθηναϊκής εφημερίδας; Η ερώτηση αυτή απευθύνεται και προς τον κ. Β.Μ.Φάλιν , Γραμματέα της ΚΕ του ΚΚΣΕ και υπεύθυνο του τμήματος αυτού σήμερα, όχι φυσικά από απλή περιέργεια. Άραγε, ένας τόσο υπεύθυνος τομέας στην ΚΕ του ΚΚΣΕ είχε ακόμα ανάγκη από τις «υπηρεσίες» σας και την πολύχρονη «εμπειρία» σας;
Ας περάσουμε, όμως, στην ουσία του περιεχομένου της συνέντευξης. Αναφέρεσθε σε ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γεγονός στην πολύπαθη ιστορία των επεμβάσεων του ΚΚΣΕ στα εσωτερικά του ΚΚΕ: Μια χαρακτηριστική και αποκρουστική κορυφή του παγόβουνου των επεμβάσεων αυτών, όπως ήταν τα γεγονότα της Τασκένδης το Φθινόπωρο του 1955. Χαρακτηρίζετε τα γεγονότα αυτά σαν μια «ανόητη διαμάχη ανάμεσα στους οπαδούς του Ζαχαριάδη και του Μάρκου» (υπογρ. Δική μου). Στο σημείο αυτό ξεπερνάτε τον εαυτόν σας. Ο ισχυρισμός σας αυτός είναι μια χωρίς προηγούμενο παραχάραξη της ιστορικής αλήθειας.
Εκείνος που εμπνεύστηκε, οργάνωσε και καθοδήγησε το πογκρόμ με εντολή του Χρουστσόφ είστε εσείς, με άμεσους βοηθούς τους Πανομαρένκο, δεύτερο γραμματέα της ΚΕ του Κομμουνιστικού Κόμματος Ουζμπεκιστάν, Σαάκοφ με βεβαρημένο παρελθόν συνταγματάρχη της KGB και φυσικούς αυτουργούς μια ομάδα από Έλληνες καθαιρεμένων, πρώην στελεχών του ΚΚΕ και του ΔΣΕ, δηλωσίες που είχαν ανοιχτούς λογαριασμούς με το ΚΚΕ. Ανάμεσά τους ο Π. Δημητρίου, εκτεθειμένος πολλαπλά, από παλιότερα, χωρίς πολιτικό θάρρος και κοινωνική συνέπεια. Βρήκε την ευκαιρία να επιπλεύσει. Οι δηλωσίες Β. Γκανάτσος (Χείμαρρος) και Α. Ρόσιος (Υψηλάντης) τιμωρημένοι για αντιλαϊκές πράξεις στο ΔΣΕ και ο Σταύρος Γιαννακόπουλος ή Π. Ανταίος, υπόδειγμα πολιτικής αναξιοπρέπειας και αναξιοπιστίας, κοινός τσανακογλύφτης των κάθε φορά κρατούντων. Τέτοιου είδους και χειρότεροι ήσαν οι στυλοβάτες που απετέλεσαν τα ερείσματα στην προσπάθεια για τη χειραγώγηση της κολλεκτίβας των ελλήνων προσφύγων στην Τασκένδη. Η αντιπολίτευση στην ηγεσία του τότε Μ.Κ.Κ (μπ), από τις αρχές της δεκαετίας του 1950, προσπάθησε να «ψαρέψει» στηρίγματα και στα κόμματα του εξωτερικού. Ήταν η εποχή που πήραν την εντολή οι Παρτσαλίδης και Βαφειάδης να μιλήσουν ανοιχτά για τα λάθη και τις αδυναμίες της τότε καθοδήγησης του ΚΚΕ. Στην Τασκένδη με δεδομένη τη σοβιετοπληξία και την πολιτική της μη επέμβασης του Ζαχαριάδη, από τότε ακόμα άρχισε μια προσεκτική συστηματική προσπάθεια επιλογής και προώθησης τέτοιων «αφοσιωμένων στελεχών», με προοπτική μελλοντικής τους «αξιοποίησης». Ιδιαίτερη προσπάθεια είχε καταβληθεί για τη δουλειά αυτή στη Σχολή Αξιωματικών της Φεργκανά, όπου φοιτούσαν αρκετοί έλληνες πρόσφυγες-στελέχη του ΔΣΕ. Αφού εξασφαλίστηκε η επάνδρωση του μηχανισμού της Κομματικής Επιτροπής Τασκένδης (ΚΟΤ) με στελέχη τύπου Γ. Φουρκιώτη (Θάνος), υπεύθυνος επαγρύπνησης-κοινός καταχραστής, Β. Έξαρχο υπεύθυνο της Επιτροπής Ελέγχου, κοινός πληροφοριοδότης και εξαχρειωμένο στοιχείο (ο κύριος αυτός με υπόδειξη του Πονομαριόφ πρότεινε στο Βλαντά να τοποθετηθεί κατά του Ζαχαριάδη με την υπόσχεση ότι θα τον χρίσουν στη Μόσχα γραμματέα του ΚΚΕ), τον Η.Ρούνη (Μπαρμπαλιάς) τραμπούκο και δυνάστη των βοσκών της εποχής της μεταξικής δικτατορίας, πρόεδρο της Επιτροπής Κομματικής Ανακαταγραφής στην Τασκένδη και άλλους παρόμοιου τύπου «στελέχη», η κλίκα Δημητρίου και ΣΙΑ προχώρησε στην εφαρμογή του σχεδίου που είχατε καταστρώσει. Στην προσπάθεια αυτή χρησιμοποιήθηκε κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο. Η «επεξεργασία» των προσφύγων γίνονταν και ατομικά και ομαδικά. Και στο δρόμο και στα κομματικά όργανα. Από τότε ο Ροσόχιν, μέλος της Επιτροπής Πόλης του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης, υπεύθυνο για τα προβλήματα των Ελλήνων προσφύγων στην Τασκένδη, πολύ πιο νωρίς πριν μπει ζήτημα ηγεσίας του ΚΚΕ είπε ότι: «οι αποφάσεις του Πολιτικού Γραφείου του Κόμματός σας ήταν εκείνες που σας έκαναν να χάσετε δυο επαναστάσεις στην πατρίδα σας». Αυτό συνέβη σε συνεδρίαση του Γραφείου της ΚΟΤ, στην οποία καθόρισε αυτός ποιοι θα πρέπει να φοιτήσουν στην Κομματική Σχολή.
Το ξεσπάθωμα των κυρίων Δημητρίου, Γκανάτσου, Ρόσιου και από τα παρασκήνια του Π. Ανταίου ή Σ. Γιαννακόπουλου και των συν αυτοίς στις συνελεύσεις, συγκεντρώσεις και στην εφημερίδα των προσφύγων, από που ξεκίνησε και ποιος την καθοδήγησε; Οι άνθρωποι αυτοί στερημένοι από κάθε ηθική και πολιτική βάση, καταδικασμένοι στη συνείδηση της συντριπτικής πλειοψηφίας των προσφύγων, θα μπορούσαν ποτέ χωρίς τις δικές σας «πλάτες» να σηκώσουν κεφάλι εναντίον της παντοδύναμης τότε ηγεσίας του ΚΚΕ; Αυτό ούτε και για αστείο δεν θα το δεχόταν, ούτε και ο πιο αφελής έλληνας πρόσφυγας που έζησε τη δεκαετία του ΄50 στην Τασκένδη. Ή μήπως ήταν έργο του Πονομαρένκο και του Σαάκοφ, με δεδομένη την αντίθετη τοποθέτηση του Α΄ Γραμματέα της ΚΕ του ΚΚ Ουζμπεκιστάν Νιάζοφ (Ονιάζοφ ένας σωστός άνθρωπος, λίγο αργότερα καθαιρέθηκε από Γραμματέας και από την ΚΕ του Κόμματός του, γιατί εναντιώθηκε στις παρεμβάσεις αυτές).
Η σκευωρία του σκαρώματος της «αντικομματικής» ομάδας των «ύποπτων», «πρακτόρων της Ιντέλιζενς Σέρβις», «εγκληματιών» και ότι άλλο θέλεις, ήταν μόνο αποκύημα της νοσηρής φαντασίας των παραπάνω κυρίων; Ο Δημητρίου στη συνέντευξή του θυμήθηκε και παραδέχτηκε ουσιαστικά ότι ο Γιαννακόπουλος βοηθούσε στο ρετουσάρισμα του σίριαλ, η σκηνοθεσία όμως ήταν προσωπικό σας επίτευγμα. Εσείς όμως τα ξεχάσετε όλα. Ξεχάσατε το γεγονός ότι η αντιπροσωπεία των μελών της ΚΕ του ΚΚΕ, από τους Β. Παπαδόπουλο (Φωκά) και Β. Βαϊνά διοικητών μεραρχιών του ΔΣΕ, από την άνοιξη του 1955 διαπίστωσε με συγκεκριμένα και αδιαμφισβήτητα στοιχεία την ύπαρξη, τις δραστηριότητες και τις επιδιώξεις των κυρίων αυτών και τα στοιχεία, σας παραδόθηκαν γραπτώς στο γραφείο σας στη Μόσχα; Ξεχάσατε και άλλα στοιχεία που έθεσε και πάλι γραπτώς υπόψη σας μια ακόμα εξουσιοδοτημένη αντιπροσωπεία της ΚΕ του ΚΚΕ, από τους Δ. Βλαντά, Ν. Ακριτίδη, όταν πια στην Τασκένδη είχε αρχίσει η ανοιχτή επέμβαση των οργάνων σας; Θυμηθήκατε, όπως αναφέρετε σε συνέχεια στην ανταπόκριση «... μια τελευταία ιστορία, μια τέτοια σύγκρουση, πραγματική μάχη, δεν επρόκειτο για κάποιο μεμονωμένο επεισόδιο». Στην ίδια σελίδα της εφημερίδας μιλάτε για το ίδιο γεγονός και οι εκτιμήσεις γι’ αυτό είναι εκ διαμέτρου αντίθετες. Κάτι όχι τελείως ανεξήγητο. Συνειδητή διαστρέβλωση της αλήθειας.
Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια πρωτοφανή αλυσίδα εγκληματικών ενεργειών τις οποίες με εντολή της τότε καθοδήγησης του ΚΚΣΕ καθοδηγήσατε προσωπικά, στα πλαίσια της γενικότερης επέμβασης του κόμματός σας στα εσωτερικά του ΚΚΕ. Ήταν η λογική του κατήφορου της προσπάθειας να παραδοθεί στον Χρουστσόφ η ηγεσία του ΚΚΕ, όταν πια κατέρρευσε και η τελευταία δυνατότητα να βρεθεί κάποια λύση ψευδονομιμότητας.
Η αρχή ξεκίνησε από μακριά. Οι έλληνες πρόσφυγες, σε συνθήκες βαθιάς παρανομίας, εγκαταστάθηκαν στην Κεντρική Ασία σε συνθήκες αυστηρής απομόνωσης. Και μέχρι σήμερα δεν έγινε, ούτε και σαν σκέψη, καμιά ενέργεια για την αναγνώρισή τους ως πολιτικών προσφύγων και τη σύνδεση του όλου προβλήματος της προσφυγιάς τους με την Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες. Γι’ αυτή τη συνειδητή και πολύ σοβαρή παράλειψη η ευθύνη βαρύνει εξίσου και τις δυο ηγεσίες, και του ΚΚΣΕ και του ΚΚΕ. Οι έλληνες εγκαταστάθηκαν στους χώρους όπου είχαν χρησιμοποιηθεί για τους ιάπωνες αιχμαλώτους πολέμου, έπειτα από τις απαραίτητες επισκευές. Οι πολιτείες – όπως λέγονταν – διοικούνταν από αξιωματικούς της KGB με επικεφαλής το συνταγματάρχη Σαάκοφ.
Στους έλληνες τοπικά «στελέχη» είχε ανατεθεί το καθήκον να οργανώσουν, να εξοπλίσουν και να κατευθύνουν στη σύγκρουση την ομάδα κρούσης. Για το σκοπό αυτό οι Δημητρίου, Γκανάτσος και Ρόσιος και τα όργανά τους στις πολιτείες, συμπαραστατούντων και συμπαραραμαρτούντων των αξιωματικών της KGB, στους ίδιους χώρους, ρίχτηκαν με τα μούτρα να εκπληρώσουν την αποστολή, την οποία τους εξυπηρετούσε και τα προσωπικά ιδιοτελή συμφέροντά τους. Οργίασαν οι ανήθικες συναλλαγές και τα παζαρέματα εξαγοράς συνειδήσεων και εκβιασμών. Εκμεταλλεύονταν τις ανάγκες των προσφύγων, ατομικές και οικογενειακές, για να ψαρέψουν και να φανατίσουν οπαδούς. Ταυτόχρονα, ξεχείλισε ο οχετός της συκοφαντίας και της διαστρέβλωσης της αλήθειας. Ήταν η συνέχεια μιας αντικοινωνικής προσπάθειας με τους ίδιους πρωταγωνιστές ανοιχτά πια στα δρομάκια και τις γωνίες των πολιτειών, στους δρόμους της πόλης και στους τόπους της δουλειάς των προσφύγων. Προωθούνταν η εφαρμογή του σατανικού σχεδίου που είχε επεξεργαστεί το Τμήμα Διεθνών Σχέσεων της ΚΕ του ΚΚΣΕ.
Σε συνθήκες οργανωμένης και προκλητικής πολιτικής έντασης, που έφταναν και μέχρι του σημείου καβγάδων και μικροσυμπλοκών με ελαφρά τραυματίες, περνούσαν οι μέρες προετοιμασίας της 4ης Συνδιάσκεψης της ΚΟΤ. Κάθε μέρα που περνούσε, από το ένα μέρος, όξυνε την αντιπαράθεση και από το άλλο, επιτάχυνε τους ρυθμούς χρεοκοπίας της προσπάθειας της τυχοδιωκτικής ομάδας να παρασύρει με το μέρος της τη μεγάλη πλειοψηφία των προσφύγων-μελών του ΚΚΕ. Αυτή ήταν και η αιτία που οδήγησε όλους μαζί, αφεντικά και υποτακτικούς, να παίξουν και το τελευταίο τους χαρτί: με τη βοήθεια των οργάνων στην ανοικτή επίθεση, στο πογκρόμ.
Την παραμονή της έναρξης της συνδιάσκεψης, το βράδυ του Σαββάτου 9 Σεπτέμβρη 1955, τμήματα οργανωμένα σε στρατιωτικούς σχηματισμούς (βρέθηκαν και σε γραπτά κείμενα οι σχηματισμοί αυτοί) παρασυρμένων και φανατισμένων προσφύγων με επικεφαλής την στρατιωτική ηγεσία: Α. Ρόσιο, Ηλ. Παπαδημητρίου και δε διαρκή επαφή με την πολιτική καθοδήγηση (Δημητρίου και Σια), που συνεδρίαζε διαρκώς εν αναμονή των εξελίξεων, σε ένα διαμέρισμα όχι μακριά από την «πρώτη γραμμή», άρχισε η έφοδος για την κατάληψη των κτιρίων που στεγάζονταν τα γραφεία της ΚΟΤ. Την ημέρα εκείνη είχε ανακοινωθεί η καθαίρεση της ομάδας αυτής, και εάν την επόμενη θα πραγματοποιούνταν η συνδιάσκεψη το παιχνίδι χανόταν για πάντα. Το πραξικόπημα ήταν το τελευταίο τους χαρτί. Οι τελευταίες οδηγίες και η ανάλυση του σχεδίου της επιχείρησης στους διοικητές των τμημάτων δόθηκαν από τον Ρόσιο στο γραφείο του διοικητή της 7ης Πολιτείας, ταγματάρχη της KGB Τσουρσίν. Στα γραφεία είχε προφτάσει να οχυρωθεί ο Βλαντάς με ορισμένους από τους αντιπροσώπους της συνδιάσκεψης.
Πρώτος και κύριος σκοπός του σχεδίου ήταν η κατάληψη των γραφείων της ΚΟΤ, για να κυριαρχήσουν δυναμικά στην πρώτη φάση της επιχείρησης. Να συλληφθούν ο Ζαχαριάδης και τα άλλα μέλη της αντιπροσωπείας της ΚΕ του ΚΚΕ. Οι «αγανακτισμένοι κομμουνιστές», «εν βρασμώ ψυχής», να ξεκαθαρίσουν για πάντα τους λογαριασμούς με την «προδοτική» ηγεσία του ΚΚΕ. Σε συνέχεια, με τη βοήθεια της αστυνομίας και του στρατού, που ήταν έτοιμοι να επέμβουν, θα αποκαθιστούσαν την τάξη. Κάτι που επιβεβαιώθηκε έξη μήνες αργότερα με τις δίκες και επαναλήφθηκε έπειτα από μερικά χρόνια με τις μαζικές εκτοπίσεις αγωνιστών.
Παράλληλα, με τις προσπάθειες στην κύρια κατεύθυνση από τα τμήματα εφόδου (τάγματα εφόδου προπολεμικής περιόδου) άλλα «ειδικά» συνεργεία 3-5 ατόμων το καθένα, «ξεκαθάριζαν» μικρότερες «εχθρικές εστίες». Έσπασαν τις πόρτες στα δωμάτια των προγραμμένων (Παπαϊωάννου, Κατεμή, Μπάρμπα, Καλιανέση, κ.α.) στην 7η Πολιτεία. Εστίες έντονης αντιπαράθεσης με συμμετοχή και ευθύνη των οπαδών και των δυο παρατάξεων υπήρξαν και σε άλλες Πολιτείες που ζούσαν πρόσφυγες και την επομένη ημέρα. Το κακό περιορίσθηκε με την άμεση, πια, επέμβαση της αστυνομίας.
Η εξέλιξη των γεγονότων ήταν τραγική. Οι πολιορκούμενοι στα γραφεία της ΚΟΤ αμύνονταν με όλα τα μέσα. Οι πολιορκητές απ’ έξω, προσπαθούσαν να σπάσουν τις σιδεριές από τις αυλόπορτες και τα ισόγεια για να καταλάβουν το «φρούριο». Αυτοί τραυμάτισαν με φαλτσέτες τον Ακριτίδη και άλλα μέλη της αντιπροσωπείας που επέστρεφαν ανύποπτοι αργά μετά τις συγκεντρώσεις στις Πολιτείες, στις οποίες ανακοινώθηκε η απόφαση της ΚΕ του ΚΚΕ για την καθαίρεση της ομάδας Δημητρίου.
Η λύση της αντιμετώπισης των επιδρομέων δόθηκε από κατοίκους της 7ης Πολιτείας. Κινητοποιήθηκαν αυθόρμητα με κάθε μέσον (ταξί, φορτηγό, κλπ.) για να ξεσηκώσουν σε συναγερμό τους πρόσφυγες των άλλων Πολιτειών, να τρέξουν σε βοήθεια των πολιορκημένων. Έτσι ξεκίνησε η «αντεπίθεση». Στο δρόμο προς την 7η Πολιτεία, με κάθε μεταφορικό μέσο και πεζοί, προς τα μεσάνυκτα πια ξεχύθηκαν στους δρόμους μερικές χιλιάδες προσφύγων εξοπλισμένων με ξύλα από τους φράχτες. Η σύγκρουση γενικεύθηκε. Υπήρξαν αρκετοί τραυματίες και από τις δυο πλευρές. Και φυσικά ανάμεσά τους και οι «ηγέτες» Δημητρίου, Ρόσιος, κλπ. Στο «πεδίο της μάχης» κυριάρχησαν οι οπαδοί του Ζαχαριάδη που αποτελούσαν και τη μεγάλη πλειοψηφία των προσφύγων. Λύθηκε και η πολιορκία. Το «σοφό», όμως, αυτό σχέδιο πραξικοπηματικής επιβολής απέτυχε. Κι’ αυτό γιατί οι Έλληνες πρόσφυγες αξιολογήθηκαν με κριτήρια υποκειμενικά και στα μέτρα εκείνων στους οποίους είχατε εμπιστευθεί την εκτέλεσή του. Απέτυχε το σχέδιο δυναμικής επιβολής.
Πέτυχε όμως, να βαθύνει το χάσμα της αντιπαράθεσης ανάμεσα στους Έλληνες πρόσφυγες. Διαμορφώθηκαν δυο εχθρικά στρατόπεδα με καταστροφικές συνέπειες, και μέχρι σήμερα, για την τύχη της προσφυγιάς. Ένα πραγματικό, πρώτα απ’ όλα, πολιτικό έγκλημα σε βάρος του αριστερού κινήματος γενικά και των προσφύγων ειδικότερα. Για το έγκλημα αυτό έχετε και σεις την προσωπική σας ευθύνη. Το έγκλημά σας αυτό οι Έλληνες πρόσφυγες στο εξωτερικό και στην Ελλάδα το πλήρωσαν και το πληρώνουν και μέχρι σήμερα επί 40 χρόνια περίπου.
Η εξέλιξη των γεγονότων τη νύχτα της 9 προς τις 10 Σεπτεμβρίου ήταν κάτι το ανεπάντεχο και για τους ηθικούς και για τους φυσικούς αυτουργούς. Η αμηχανία εκδηλώθηκε και με τον τρόπο που αντιμετωπίστηκε η ανάγκη επέμβασης των οργάνων της τάξης. Χρειάστηκαν 4-5 ώρες για να επέμβουν. Κι’ αυτό στο κέντρο της πόλης παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις του Βλαντά. Κινητοποιήθηκαν όταν πια ο Σαάκοφ αντιλήφθηκε προσωπικά ότι η μάχη είχε χαθεί και έπρεπε να περιμαζευτούν οι μπράβοι του. Με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίστηκε και το πρόβλημα της παροχής άμεσης βοήθειας στους τραυματίες.
Στην αδελφοκτόνο αυτή σύγκρουση υπήρξαν και περιπτώσεις αφύπνισης εγκληματικών ενστίκτων και από τις δυο πλευρές. Κάθε προσπάθεια έστω και περιορισμού της έκτατης της θλιβερής αυτής αντιπαράθεσης απέδωσε ελάχιστα. Ξυλοκοπούνταν κι’ αυτοί που προσπαθούσαν να επέμβουν για να εκτονωθεί η ένταση. Αυτό από προσωπική εμπειρία. Το μόνο που έγινε δυνατό ήταν να φυγαδευτούν με τα ασθενοφόρα, έξω από το χώρο της σύγκρουσης, ορισμένοι υποψήφιοι κακοποίησης. Το κακό σταμάτησε μετά την ολοκληρωτική επικράτηση της αντεπιτιθέμενης παράταξης.
Το πρωί της Κυριακής, ο Σαάκοφ, έξαλλος, εκτός εαυτού απειλούσε τους πάντες και ελεεινολογούσε τους υποτακτικούς του που περίμεναν της σειρά τους για τα ασθενοφόρα. Και όλα αυτά ανοιχτά πια, χωρίς προσχήματα.
Η αποτυχία σας, κ. Πονομαριόφ, όπως έδειξε η παραπέρα εξέλιξη της κατάστασης δεν σας συνέτισε. Έπρεπε να φέρετε σε πέρας την αποστολή σας με κάθε θυσία. Μετά την αποτυχία της δυναμικής επιβολής περάσατε στην προσπάθεια πολιτικής αντεπίθεσης. Σκαρώθηκε στα γρήγορα και στάλθηκε από τη Μόσχα στην Τασκένδη η λεγόμενη Επιτροπή Καμαρόφ. Αποστολή της ήταν να «ερευνήσει» επί τόπου τις εξελίξεις και να ενημερώσει την ΚΕ του ΚΚΣΕ για τα γεγονότα. Η χρεοκοπία της προσπάθειας αυτής προκαθορίστηκε γιατί τα «συμπεράσματα», της υποτιθέμενης έρευνάς της είχαν δοθεί γραπτώς πριν ξεκινήσει από τη Μόσχα. Έτσι κατεβαίνατε ένα-ένα τα σκαλιά της πολιτικής αναξιοπρέπειας.
Πριν ακόμα από την εμφάνιση της Επιτροπής Καμαρόφ στην Τασκένδη μπήκε σε εφαρμογή ένα σατανικό σχέδιο οργανωτικής και πολιτικής διάλυσης της οργάνωσης αυτής σε πρώτη φάση και σε συνέχεια και της άλωσης της ηγεσίας του ΚΚΕ.
Έτσι περνάμε σε ένα νέο κεφάλαιο της ιστορίας της τραγωδίας της ελληνικής προσφυγιάς στην Τασκένδη.
Σε πρώτη φάση οργανώθηκαν οι διώξεις και οι συλλήψεις από τα όργανα της Ασφάλειας αρκετών για να «τεκμηριωθεί» η εκδοχή ότι όλα τα ανομήματα οργανώθηκαν από το Ζαχαριάδη, Βλαντά και τα άλλα μέλη της αντιπροσωπείας της ΚΕ του ΚΚΕ.
Για το σκοπό αυτό επιστρατεύθηκαν καινούργιες εφεδρείες από ανώτερους αξιωματούχους της KGB, της αστυνομίας και το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας μέχρι το Ανώτατο Δικαστήριο της Δημοκρατίας και το Γενικό Εισαγγελέα της ΕΣΣΔ.
Από την επόμενη μέρα των γεγονότων καλούνταν στη διεύθυνση της αστυνομίας της πόλης ανώτατα και ανώτερα στελέχη του ΔΣΕ για να βοηθήσουν δήθεν, στην εμπέδωση της τάξης και αμέσως συλλαμβάνονταν και τους απαγγέλλονταν η κατηγορία του υποκινητή των συγκρούσεων του Σαββατοκύριακου. Ταυτοχρόνως στρατολογούνταν οι ψευδομάρτυρες ανάμεσα στους πιο φανατικούς πολιορκητές του Σαββάτου και τα πρωτοπαλίκαρα του Ρόσιου και του Έξαρχου, που υπέγραψαν τις έτοιμες «μαρτυρικές» καταθέσεις. Τα συνεργεία στρατολογίας παρασυρμένων και φανατισμένων δούλευαν ακατάπαυστα για να εξασφαλίζονται, τα «στοιχεία» σε βάρος εκείνων που είχαν συλληφθεί προκαταβολικά και κρατούνταν στην απομόνωση.
Οι πρώτες ανακρίσεις στη διοίκηση της αστυνομίας θύμιζαν κατοχική περίοδο στην Ελλάδα. Αξιωματικοί της αστυνομίας με τη βία έκαναν σωματικές έρευνες και αφαιρούσαν όλα τα προσωπικά ντοκουμέντα μέχρι και την κομματική ταυτότητα από τους κρατούμενους. Όποιος πρόβαλε περισσότερη αντίσταση δενόταν χειροπόδαρα στο κάθισμα και μετά ο αξιωματικός προχωρούσε ανενόχλητος το ψάξιμο, από το κεφάλι μέχρι τα πόδια. Μετά άρχιζε το έργο του ανακριτή. Η προσπάθεια να αποσπάσουν «στοιχεία» ξεπερνούσε τα όρια ποταπών προκλήσεων. Η εισαγγελέας της πόλης έφτασε να απαιτήσει από κρατούμενο να κατονομάσει τους πράκτορες της Ιντζέλιντζες Σέρβις στην Τασκένδη. Στην περίοδο της προανάκρισης και μετά της τακτικής ανάκρισης από όργανα της Εισαγγελίας στους κρατούμενους ασκούνταν μια πρωτοφανής πίεση να υπογράψουν δηλώσεις μετανοίας ή συκοφαντικές καταθέσεις σε βάρος του Ζαχαριάδη και των άλλων μελών της ΚΕ του ΚΚΕ. Οι κρατούμενοι για μήνες σ’ όλη τη διάρκεια των ανακρίσεων βρίσκονταν σε συνθήκες τέλειας απομόνωσης. Δεν τους επετράπη καμία επαφή ούτε με δικηγόρους ούτε με κανέναν άλλον ούτε και με συγκρατούμενούς τους. Ενώ ταυτοχρόνως επιτρεπόταν στο Ρόσιο να μπαινοβγαίνει στη φυλακή για επαφές με κρατούμενους, τους οποίους υπολόγιζαν ότι με υποσχέσεις θα μπορούσαν να τους κάνουν όργανά τους. Το όλο έργο των ανακρίσεων συντονιζόταν άμεσα από τον αναπληρωτή του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας Ζότοφ, ο οποίος είχε αναλάβει και προσωπικά τις «κατ’ αντιπαράσταση» εξετάσεις των βασικών μαρτύρων κατηγορίας. Ο κύριος αυτός έγινε για ένα διάστημα και Γενικός Εισαγγελέας και μετά διώχτηκε από την υπηρεσία ως συνένοχος μιας συμμορίας εγκληματικών παραβάσεων του κοινού ποινικού δικαίου. Βρήκε, δηλαδή, τη θέση που του άξιζε. Την εποχή όμως εκείνη ένας από τους πρωταγωνιστές στις ανακριτικές σκευωρίες. Στην κατ’ αντιπαράσταση εξέταση στις πιο πολλές φορές περιπτώσεις η ερώτηση και η απάντηση των μαρτύρων ήταν γραμμένες από πριν μέσα στο ανακριτικό έγγραφο από τους συντάκτες του. Διάβαζε ο Ζότοφ και ο ή η ψευδομάρτυρας συμφωνούσε απολύτως χωρίς πολλές φορές και να καταλαβαίνει ότι διάβαζε ο Ζότοφ χωρίς διερμηνέα. Σε άλλες περιπτώσεις, τελείως ξετσίπωτα, ο κύριος αυτός, υπό τύπον ερωτήσεων ή υποδείξεων, υπαγόρευε στον μάρτυρα την κατάθεση. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάρτυρες κατηγορίας (Α. Καρατζάς, Δ. Φιλιππίδης, κλπ.) με την άδεια του Ζότοφ μιλούσαν με τον υπόδικο ελληνικά, χωρίς διερμηνέα, για τον πείσουν με υποσχέσεις και εκβιασμούς»να καταλάβει το συμφέρον του». Υπήρξαν και περιπτώσεις μαρτύρων που άλλα έλεγαν στα ελληνικά μέσω του διερμηνέα ενώ άλλα έγραφαν στα ρωσικά οι ανακριτές και οι εισαγγελείς.
Όταν κι’ αυτά τα μέσα δεν απέδωσαν το προσδοκώμενο αποτέλεσμα κινητοποιήθηκαν στελέχη ανωτάτου επιπέδου. Στην Τασκένδη έσπευσε ο αναπληρωτής του Γενικού Εισαγγελέα της ΕΣΣΔ Κρασνοπέφτεφ με το επιτελείο του. Άρχισε ένας νέος κύκλος απειλών, εκβιασμών και υποσχέσεων. Ο κύριος αυτός, χωρίς τσίπα και ίχνος αξιοπρέπειας καλούσε προσωπικά, τον καθένα χωριστά τους υπόδικους και του έθετε το ζήτημα ανοιχτά: το άρθρο 76 π.α. του ποινικού κώδικα της Δημοκρατίας του Ουζμπεκιστάν, με το οποίο παραπέμπεσαι να δικαστείς προβλέπει και την ποινή του θανάτου. Ο μόνος τρόπος να σωθείς είναι να»να πεις την αλήθεια», η οποία δεν είναι εναντίον και στα συμφέροντά σου. Να ομολογήσεις ότι εκείνοι που οργάνωσαν το πογκρόμ είναι ο Ζαχαριάδης και ο Βλαντάς. Εμείς θα σου εξασφαλίσουμε και σε σένα και στην οικογένειά σου, ότι χρειάζεται για να ζήσετε άνετα και χωρίς δυσκολίες. Σκέψου και πράξε. Όλοι σκέφτονταν και κανένας δεν έκανε αυτό που του υποδείκνυε ο ανώτατος εκπρόσωπος της δικαιοσύνης.
Έτσι, κ. Πονομαριόφ, καταγράψατε στο παθητικό σας μιαν ακόμη αποτυχημένη προσπάθεια να σφίξετε ακόμα πιο πολύ το σχοινί στο λαιμό της προσφυγιάς.
Και μια και χρεοκόπησαν οι προσπάθειες πολιτικών πιέσεων, εκβιασμών και υποσχέσεων, κατεβήκατε ακόμα ένα σκαλοπάτι πιο κάτω στη σκάλα της ηθικής και πολιτικής αναξιοπρέπειας. Αποφασίσατε να μπλέξατε ολοκληρωτικά και τις Σοβιετικές Δικαστικές Υπηρεσίες. Έτσι στήθηκαν οι δίκες-στρατοδικεία. Είναι χαρακτηριστικοί, για τη σοβιετική γραφειοκρατία, οι ρυθμοί της όλης προετοιμασίας τους. Σας χρειάζονταν οι καταδικαστικές αποφάσεις, «ατράνταχτα» ντοκουμέντα για την οργάνωση του πογκρόμ από τη «Ζαχαριαδική κλίκα».
Στους κατηγορούμενους δεν δόθηκε καμιά δυνατότητα προετοιμασίας για να υπερασπίσουν τους εαυτούς τους. Έχοντας τέλεια παραγνώριση της σοβιετικής νομοθεσίας, δεν τους επετράπη η επαφή με δικηγόρους ούτε και μετά το τέλος των ανακρίσεων. Από το «αυτί στο δάσκαλο». Το βράδυ τους επιδόθηκαν τα κλητήρια θεσπίσματα και την άλλη μέρα τους ξύπνησαν στις 5 το πρωί να προετοιμαστούν για το δικαστήριο. Για πρώτη φορά ύστερα από 5 μήνες τους ξύρισαν – πάντα μέχρι τότε τα γένια κόβονταν δυο φορές το μήνα με μηχανή κουρέματος – και τους έδωσαν να φορέσουν τα ρούχα τους. Στον καθένα δόθηκε από ένα κομμάτι βραστό κρέας (επίσης για πρώτη φορά) και ψωμί σαν ξηρά τροφή για όλη την ημέρα. Αυτό συνεχίστηκε όλες τις ημέρες που κράτησε η δίκη. Τους στρίμωξαν στις κλούβες και κατευθείαν για «τον κρανίου τόπο».
Οι δίκες άρχισαν στις 14 Φεβρουαρίου 1956 και τελείωσαν στις 23 του ίδιου μήνα. Χειμώνας, η θερμοκρασία έξω από την αίθουσα ήταν κάτω από 15ο C και η αίθουσα δεν θερμαίνονταν. Οι κατηγορούμενοι δικάζονταν από το ποινικό τμήμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Δημοκρατίας με επικεφαλής μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η ακροαματική διαδικασία γινόταν όχι στις μεγάλες αίθουσες στο κτίριο της πόλης αλλά σε αίθουσες συνοικιακών Πταισματοδικείων σε μια άκρη της παλιάς πόλης, εν κρυπτώ και παραβύστω, ουσιαστικά κεκλεισμένων των θυρών, ενώ επιτρέπονταν η είσοδος σε επίλεκτα «στελέχη». Οι κατηγορούμενοι ξεπάγωναν χωρίς πανωφόρια, είχαν πιαστεί το Φθινόπωρο, στα σκαμνιά επί 10 ώρες καθημερινά περικυκλωμένοι από φαντάρους «εφ’ όπλου λόγχη» και τις ώρες του μεσημεριανού διαλείμματος για τους δικαστές, χωρίς δικαίωμα όχι μόνο επικοινωνίας με οποιονδήποτε αλλά και τους απαγορεύονταν ακόμη να ζητήσουν ένα ποτήρι νερό ή γυρίσουν δεξιά ή αριστερά το κεφάλι τους. Εκεί αντίκρισαν την πρώτη ημέρα της δίκης, την «υπεράσπιση» από μακριά χωρίς δικαίωμα καμιάς επαφής μαζί τους.
Σύμφωνα με τους τότε ποινικούς κώδικες όλων των Δημοκρατιών της ΕΣΣΔ απαγορεύονταν η σύλληψη και η προσαγωγή σε δίκη μέλους του Κομμουνιστικού Κόμματος πριν τη σχετική απόφαση της Κομματικής Οργάνωσης Βάσης και την έγκρισή της από την Αχτιδική Επιτροπή για τη διαγραφή του από το Κόμμα. Το Σοβιετικό Σύνταγμα παραχωρούσε πολιτικό άσυλο σε οποιονδήποτε καταδιωκόταν για τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Το καταστατικό του τότε ΠΚΚ (μπ) αναγνώριζε στα μέλη κάθε ξένου Κομμουνιστικού Κόμματος που ζούσαν στην ΕΣΣΔ τα ίδια δικαιώματα με τα μέλη του ΚΚΣΕ. Οι Έλληνες, όμως, κομμουνιστές πιάστηκαν, σύρθηκαν στα στρατοδικεία και καταδικάστηκαν, αφού τους αφαίρεσαν με τη βία τις κομματικές ταυτότητες, χωρίς να διαγραφούν από το Κόμμα τους, γιατί οι οργανώσεις των κομμουνιστών δεν είχαν καταληφθεί και διαλυθεί από τους υπέρμαχους της κομματικής νομιμότητας.
Οι δίκες σε στρατοδικεία κατοχικής και εμφυλιοπολεμικής περιόδου κατάργησαν και τα τελευταία προσχήματα στοιχειώδους νομικής συμπεριφοράς, και εγγυήσεις του συντάγματος και της ποινικής δικονομίας υπέρ των κατηγορουμένων. Η έδρα του Εισαγγελέα σε ένα από τα δικαστήρια καταλήφθηκε από τον Ζότοφ. Η πρόταση των κατηγορουμένων για εξαίρεσή του απορρίφθηκε. Η παρουσία των δικηγόρων ήταν τελείως τυπική. Παρακολουθούσαν από μακριά τα τεκταινόμενα στη δίκη χωρίς να έχουν έλθει σε καμία επαφή ούτε και με τη δικογραφία (δεκάδες τόμοι πάνω στο τραπέζι της προέδρου). Είναι χαρακτηριστικό ότι ένας απ’ αυτούς, ο Νόβικοφ, μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος από το 1936, αρνήθηκε να πληρωθεί γιατί, όπως είπε, ούτε και με τον τρόπο αυτό, δεν ήθελε να πάρει μέρος σε μια εγκληματική δικαστική παρωδία, την οποία έζησε υποχρεωτικά επί δέκα ολάκερες ημέρες.
Στη δίκη, με επικεφαλής τον Δημητρίου και τα άλλα «ηγετικά» στελέχη, Ρόσιο, Γκανάτσο, κλπ. παρέλασε όλη η «Αγία Οικογένεια» μέχρι και την κουτσή Μαρία, σ’ όλη τους την μεγαλοπρέπεια. Αντιφάσεις, παλινωδίες, διαστρεβλώσεις και βουνά ψευδομαρτυριών. Οι μηνύσεις, που υποβλήθηκαν στη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας κατά στελεχών της KGB και των στελεχών της ηγεσίας για ασύστατες, ασύστολες, ψεύτικες καταθέσεις, αποκυήματα νοσηρής φαντασίας και κακότεχνης σκηνοθεσίας απορρίφθηκαν όλες από τον πρόεδρο χωρίς εξέταση, χωρίς να συζητηθούν. Τα πρακτικά της διαδικασίας πλαστογραφούνταν ανοιχτά, ξετσίπωτα. Η πρόεδρος του δικαστηρίου, μέλος του Ανωτάτου Δικαστηρίου Γκορενκόβα, απαγόρευε στους ψευδομάρτυρες να απαντούν στις ερωτήσεις των κατηγορουμένων, όταν αποκαλύπτονταν το ασύστατο της κατάθεσης ή η συστημένη σκευωρία. Η επέμβαση διατυπώνονταν: «Μάρτυς, μην απαντάτε. Η ερώτηση είναι πολιτική». Ενώ η παραπομπή στηρίζονταν σε άρθρο που αναφέρονταν σε σοβαρό πολιτικό αδίκημα (ομαδική εξέγερση με επιδίωξη την ανατροπή του καθεστώτος), που πρόβλεπε μέχρι και την καταδίκη σε θάνατο, η πρόεδρος στη διάρκεια της διαδικασίας αντιμετώπιζε τους κατηγορούμενους σαν χούλιγκανς. Το δικαστήριο απέρριψε την αίτηση των κατηγορουμένων να παραστούν στη δίκη, εκ μέρους της υπεράσπισης ο Πορφυρογένης, μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ και ο πρόσφυγας δικηγόρος Γρηγόρης Παπάς, ο οποίος ασκούσε νόμιμα το δικηγορικό επάγγελμα στην Τασκένδη. Ενώ επέτρεψε να παρακολουθήσει χωρίς διακοπή όλη την ακροαματική διαδικασία, καθιστός δίπλα στην υπεράσπιση σε τιμητική πολυθρόνα, σαν παρατηρητής και κονσουλτάντ ως ανεπίσημος πολιτική αγωγή, ο Β. Οικονόμου ηγετικό στέλεχος της ομάδας Δημητρίου, δικηγόρος, δηλωσίας κι’ αυτός που δεν είχε άδεια εξάσκησης δικηγορικού επαγγέλματος. Η αποστολή του ήταν να ενημερώνει καθημερινά τους «ηγέτες» και να «προετοιμάζει» τους ψευδομάρτυρες έπειτα από ειδικές επαφές τις βραδινές ώρες με τον Ζότοφ και τον Σαάκοφ. Στους κατηγορουμένους επετράπη να υποδείξουν μόνο από δυο μάρτυρες υπεράσπισης ο καθένας. Σε ένδειξη διαμαρτυρίας, οι κατηγορούμενοι αρνήθηκαν να υποδείξουν μάρτυρες υπεράσπισης και ταυτοχρόνως παραιτήθηκαν και από την υπεράσπισή τους, από δικηγόρους. Το δικαστήριο, όμως, αυτεπάγγελτα υποχρέωσε τους δικηγόρους να παρακολουθήσουν τη δίκη μέχρι το τέλος, χωρίς καμιά συμμετοχή στη διαδικασία. Άφωνοι θεατές και βουβοί ηθοποιοί μιας χωρίς προηγούμενο σκηνοθετημένης ιλαροτραγωδίας.
Αυτή η παρωδία δίκης ήταν συνοπτική. Το κοκβέϊρ δούλευε με ασυνήθιστους και ασυνείδητους ρυθμούς. Βιάζονταν, χρειάζονταν τις καταδικαστικές αποφάσεις της «αδέκαστης θέμιδας», τα «αδιάσειστα», ντοκουμέντα στα οποία θα στηρίζονταν η περιβόητη 6η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, για να βγουν από τη μέση τα εμπόδια της άλωσης του ΚΚΕ από τον Χρουστσόφ.
Κι’ εδώ προβάλλει επιτακτικά αμείλικτο το ερώτημα στο οποίο σας υποχρεώνει να θυμηθείτε και να απαντήσετε κύριε υπεύθυνε του Τμήματος Διεθνών Σχέσεων της ΚΕ του ΚΚΣΕ τότε: ποια ήταν η δύναμη που εμπνεύστηκε, οργάνωσε και καθοδήγησε αυτή την πολιτική ανίερη πράξη; Σε τίνος πλάτες στηρίχθηκαν και τίνος εντολές εκτελούσαν οι κύριοι τύπου Κρασνοπέβτεφ, Πονομαρένκο, Σεμενκόφ, Γκορενκόβα, Ζότοφ και οι ελληνόφωνες υποτακτικοί σας στην Τασκένδη; Ποιος έδωσε εντολές στους στρατηγούς της αστυνομίας, στις ανώτερες εισαγγελικές και δικαστικές αρχές να κουρελιάζουν για άλλη μια φορά το Σοβιετικό Σύνταγμα και τους νόμους του κράτους; Εν ονόματι ποιων επιδιώξεων βρικολάκιασε σε όλο της το μεγαλείο η επαίσχυντη αρχή: ο σκοπός αγιάζει τα μέσα; Μέσα, που αδίστακτα έφταναν και μέχρι τη φυσική εξόντωση των πολιτικών αντιπάλων της σοβιετικής ηγεσίας, αγωνιστών οι οποίοι εξέφραζαν τις πολιτικές αντιλήψεις της πολύ μεγάλης πλειοψηφίας των Ελλήνων προσφύγων;
Η δίκη τελείωσε με τις προειλημμένες της αποφάσεις. Η καταδίκη των αγωνιστών ήταν μια πύρρεια νίκη σας και μια ηθικοπολιτική ήττα του αριστερού ελληνικού κινήματος. Δίκη και καταδίκη που θα μπορούσε, όπως νομίζατε, να συγκαλύψει και στο εσωτερικό της χώρας σας και στην Ελλάδα την απαράδεκτη και παράνομη επέμβασή σας στα εσωτερικά του ΚΚΕ.
Οι καταδικασμένοι από το Ανώτατο Δικαστήριο έπειτα από λίγες μέρες μετά το τέλος της δίκης, όλοι μαζί πια σ’ ένα σιδηροδρομικό βαγόνι-κλούβα πήραν το δρόμο για το στρατόπεδο συγκέντρωσης. Το ταξίδι με σταθμεύσεις στα ενδιάμεσα τμήματα μεταγωγών, κράτησε περίπου ένα μήνα. Εξαντλήθηκαν γρήγορα όλες οι πενιχρές οικονομικές εφεδρείες, ιδιαίτερα εκείνων που αντιμετώπιζαν σοβαρά προβλήματα υγείας, έπειτα από μιαν εξάμηνη περίπου προφυλάκιση. Το ειδικό στρατόπεδο που τους στρίμωξαν, «φιλοξενούσε» πολίτες από πολλές χώρες, οι οποίοι είχαν καταδικαστεί για εγκληματικές πράξεις του κοινού ποινικού δικαίου από σοβιετικά δικαστήρια. Ήταν ένα τμήμα ειδικού Γκουλάγκ που συνόρευε με στρατόπεδα συγκέντρωσης Γερμανών εγκληματιών πολέμου, που ήταν καταδικασμένοι με την ανώτατη προβλεπόμενη από τον τότε σοβιετικό ποινικό νόμο της ΕΣΣΔ ποινή σε 25 χρόνια φυλάκιση. Σύντομα όμως τα στρατόπεδα αυτά διαλύθηκαν γιατί έπειτα από συμφωνία Χρουστσόφ-Αντενάουερ οι εγκληματίες πολέμου απελευθερώθηκαν και έφυγαν για τη Γερμανία.
Οι Γερμανοί θεωρούνταν αιχμάλωτοι πολέμου, δεν δούλευαν και έπαιρναν το συσσίτιο του σοβιετικού στρατιώτη και συμπληρωματικά κάθε δέκα ημέρες δέματα με τρόφιμα και φάρμακα από τον Ερυθρό Σταυρό της Δυτικής Γερμανίας. Οι καταδικασμένοι αγωνιστές πρόσφυγες τρέφονταν με τις σάπιες πατάτες και το μουχλιασμένο πλιγούρι του στρατοπέδου. Κι’ αυτή η «δίαιτα» σε συνθήκες βαριάς και εξαντλητικής εργασίας, φρουρούμενοι από ένοπλους δεσμοφύλακες και ειδικά σκυλιά: Καθημερινά καθοριζόταν από τον αρχιφύλακα ένα κομμάτι γης από το οποίο, από ένα μέτρο βάθους αφαιρούνταν το χώμα και μεταφερόταν σε κοντινή απόσταση, έπειτα με κασμάδες σπάζονταν και απομακρύνονταν, ο αιώνιος πάγος πάχους 1-1/2 μέτρου και μετά απ’ αυτό, με ειδικά εργαλεία-φτυάρια, κοβόταν η τύρφη σε σχήμα όπως τα τούβλα, εξαγόταν στην επιφάνεια και τοποθετούνταν έτσι που να μπορεί να στεγνώσει για να χρησιμοποιηθεί το χειμώνα σαν καύσιμη ύλη. Καθημερινά 12-13 ώρες στο πόδι. Μετρήματα, ξαναμετρήματα, μεταφορά στον τόπο της δουλειάς άνθρωποι που υπέφεραν από φυματίωση ή ήσαν ανάπηροι πολέμου έπρεπε να «εκπληρώσουν τη νόρμα». Οι Γερμαναράδες, καλοθρεμμένοι ασχολούνταν με τα σπορ, οργάνωναν την ψυχαγωγία τους και χλεύαζαν τους πάντες και τα πάντα. Οι Έλληνες πρόσφυγες για να μην «εκτεθούν πολιτικά» έλεγαν ότι μέθυσαν και μάλωσαν σ’ ένα γάμο και τους δικάσαν σαν χούλιγκαν. Ενώ ήταν όλοι τους ανώτερα στελέχη της Εθνικής Αντίστασης και του ΔΣΕ, μεταξύ των οποίων διοικητές και επίτροποι ανώτερων μονάδων και στρατηγοί.
Οι προσπάθειες πολιτικής κάλυψης της επέμβασης και της άλωσης της ηγεσίας στο ΚΚΕ ήταν συνεχείς και πολύμορφες. Στην πορεία, ακόμα, του σκαρώματος των στρατοδικείων και σε συνθήκες οξύτατης εσωκομματικής πάλης στην κορυφή της ηγεσίας του ΚΚΣΕ, εσείς προσωπικά καλέσατε στη Μόσχα τους Δημητρίου, Παρτσαλίδη και Βαφειάδη υπολογίζοντας στη συμπαράστασή τους στη διεκπεραίωση της αποστολής σας και να τους δοθούν νέες οδηγίες εν όψη των μελλοντικών εξελίξεων. Έτσι, με προσωπική σας εντολή γράφτηκε, με ημερομηνία 17 Ιανουαρίου 1956, ένα γράμμα προς την ΚΕ του ΚΚΣΕ, υπόδειγμα διαστρέβλωσης της αλήθειας και κατασυκοφάντησης αγωνιστών, κατασκεύασμα γκαιμπελικής επινόησης. Εδώ, όπως αναφέρει ο Δημητρίου, στη σύνταξη αυτού του λίβελου βρήκε την ευκαιρία να διαπρέψει και το «πολύπλευρο και δημιουργικό» ταλέντο του κ. Π. Ανταίου – Γιαννακόπουλου. Και μόνο το γεγονός ότι για 35 χρόνια δεν είχε κανένας το θάρρος να το δημοσιεύσει δείχνει όχι ότι μόνο το χαλκείο από το οποίο ουσιαστικά προερχόταν αλλά και όλο το βάθος του ηθικοπολιτικού ξεπεσμού αυτών που το υπέγραψαν. Οι τελευταίοι, όσοι είναι ακόμα στη ζωή είτε δεν έχουν τόλμη να το υπερασπίσουν είτε ισχυρίζονται ότι δεν υπέγραψαν το γράμμα αυτό. Και στο σημείο αυτό θα πρέπει να υπογραμμιστεί κάτι που έχει άμεση σχέση με την ηθική υποδομή των περισσοτέρων από τους πρωταγωνιστές της εκτροπής, αφού τακτοποίησαν όπως ήθελαν τη ζωή τους εκεί, μόλις επέστρεψαν στην Ελλάδα είτε αυτοκαταργήθηκαν πολιτικά είτε μεταπήδησαν από παλιά συνήθεια, σε διάφορες πολιτικές στρούγκες, όπου άλλη σκοπιά, στην υπηρεσία άλλων αφεντικών, συνεχίζουν τις δραστηριότητές τους σε βάρος των συμφερόντων των επαναπατριζόμενων προσφύγων. Αυτή ήταν η φρουρά που επιλέξατε, κύριε σωτήρα του ΚΚΕ.
Για πρώτη φορά στην ιστορία του παγκόσμιου αριστερού κινήματος πραγματοποιείται μια απροκάλυπτη επέμβαση που θυμίζει εποχές αποικιοκρατίας του περασμένου αιώνα στις περιοχές του σημερινού Τρίτου Κόσμου.
Μια παρασυναγωγή δουλοπάροικων, που μαζεύτηκε με εντολή του Χρουστσόφ-Κοουσίνεν και την προσωπική σας πρωτοβουλία για να «σώσουν» το ΚΚΕ. Από που κι ως που οι κύριοι αυτοί ανακήρυξαν τους εαυτούς τους εξουσιοδοτημένους να εκπληρώσουν αυτή την «ιερή» αποστολή; Μπορεί κανείς να αμφισβητήσει το ρόλο σας σαν αρχιμάγειρα σ’ αυτό το πολιτικό ανοσιούργημα; Δεν βρίσκω πιο ταιριαστό χαρακτηρισμό που θα μπορούσε να αποδώσει τον ρόλο εντολοδόχων σας που μαζεύτηκαν στο Βουκουρέστι στις αρχές του 19565 για να μας «ανοίξουν τα μάτια».
Μετά την «κοσμοσωτήρια» αυτή «Ολομέλεια» στην οποία ο ρουμάνος Γκεόργκι Γκεοργκίου Ντεζ («πνευματικός νονός» του αλήστου μνήμης Τσαουσέσκου) διάβασε το γραπτό που είχε προετοιμάσει το Τμήμα Διεθνών Σχέσεων της ΚΕ του ΚΚΣΕ, μπήκε το νερό στ’ αυλάκι της διάλυσης και του σκορποχωριού του ΚΚΕ. Ταυτοχρόνως στην Τασκένδη άρχισαν οι μαζικές καθαιρέσεις οργάνων και διαγραφών των μελών του ΚΚΕ. Στις μεγάλες οργανώσεις βάσης μια πολύ μικρή μειοψηφία (5-10 μέλη) σε ξεχωριστή συνέλευση διέγραψε τους πολλούς (πολλές φορές περνούσαν τους 200). Στην οργάνωση των οικοδόμων 234 μέλη του ΚΚΕ διαγράφτηκαν από 5 οπαδούς της Ολομέλειας. Οι διαγραφές αυτές, με καταλόγους έτοιμους από πριν τη συνέλευση, ξεθεμέλιωσαν ηθικά, κοινωνικά και πολιτικά όποιον προέβαλε αντίσταση. Διαγραφές που αποφασίζονταν σε συνθήκες έντασης της πολιτικής αντιπαράθεσης, φανατισμού κατώτατης υποστάθμης και κλίματος συκοφαντικής διαστρέβλωσης κάθε έννοιας αλήθειας. Συνοδεύονταν από διώξεις, κατατρεγμούς και κάθε είδους καταπιέσεων και εκβιασμών. Διώξεις από τη δουλειά κι’ από τα εκπαιδευτικά ιδρύματα, κλπ. με τηλεφωνήματα του Σαάκοφ. Διαμορφώθηκε με έντονη διαχωριστική γραμμή: Εμείς και τα «εχθρικά στοιχεία». Με τη βοήθεια της αστυνομίας γίνονταν οι καταλήψεις των γραφείων των οργανώσεων των προσφύγων και η εγκατάσταση των διορισμένων. Το κύμα της τρομοκρατικής φαυλοκρατίας διογκώνονταν συνεχώς.
Και μπαίνει ξανά το ερώτημα, το οποίο σας υποχρεώνει ξανά να θυμηθείτε και να απαντήσετε, κ. Πονομαριόφ. Με τίνος δεκανίκια βρικολάκιαζε, σε όλο του το μεγαλείο, το καθεστώς κατοχής της Ελλάδας του 1941-44 για τους Έλληνες πρόσφυγες; Μπορούσε άραγε η «ουρά του ελέφαντα», στην ουσία τα κακά του ελέφαντα, ο Π. Δημητρίου και η παρέα του να φτάσουν σ’ αυτό το σκαλοπάτι της ηθικοκοινωνικής εξαχρείωσης και αποθράσυνσης χωρίς τη δική σας καθοδήγηση και ολόπλευρη συμπαράσταση; Γι’ αυτό δεν χρειάζονται και αποδείξεις. Το λέτε και ο ίδιος στη συνέντευξη στην ελληνική εφημερίδα: «...ησχολούμην επί μήνες, επί χρόνια, με τους πρώην αντάρτες που εγκαταστάθηκαν στο Ουζμπεκιστάν», και ο Δημητρίου σχεδόν ταυτόχρονα συμπληρώνει ότι χωρίς τη δικής σας εντολή δεν γινόταν απολύτως τίποτε. Αυτή είναι η τραγική για μας αλήθεια. Κι’ αν μπορείτε προσπαθήστε να την αμφισβητήσετε!
Όταν κι’ αυτά τα «μέτρα» δεν επαλήθευσαν τις προσδοκίες σας κινητοποιήσατε το πρώτο κλιμάκιο από τα «νέα» πια «στελέχη» της 6ης Ολομέλειας με επικεφαλής το Στρίγκο καινούργιο αστέρι πολιτικής ασυνέπειας. Ο κύριος αυτός αποτυχημένο στέλεχος του ΔΣΕ, απειλώντας «Θεούς και δαίμονες» υποσχόταν να «ξεδοντιάσει» τους Έλληνες πρόσφυγες στην Τασκένδη. Έτσι περάσαμε σ’ ένα νέο κύκλο παραχάραξης της αλήθειας και αδίστακτης τρομοκρατίας «Όλα τάσκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά». Αυτή η προσπάθεια αντί να καλμάρει την ένταση ρίχνει λάδι στη φωτιά στις άφρονες αντιπαραθέσεις των αντιμαχομένων προσφύγων. Η κίνηση αυτή στη γνωστή σκακιέρα των αλλεπάλληλων επεμβάσεων ήταν στην ουσία της άσκοπη και άστοχη. Και το πιο σοβαρό ήταν ότι δεν συνέτισε ούτε προσωπικά εσάς, ούτε και την τότε ηγεσία του ΚΚΣΕ. Έτσι μπήκε σε εφαρμογή ένα νέο μακιαβελικό σχέδιο που επιδίωκε δυο σκοπούς: πρώτο, με γενική επίθεση, την άλωση του φρουρίου με τον ταυτόχρονο εξανδραποδισμό των υπερασπιστών του και δεύτερο, την πολιτική εξουθένωση πρώην στελεχών της πρώην ηγετικής ομάδας στο ΚΚΕ στο ρόλο της εμπροσθοφυλακής των φυσικών αυτουργών της επίθεσης.
Για το σκοπό αυτό κλήθηκαν εσπευσμένα από το Βουκουρέστι στη Μόσχα όλα σχεδόν τα μέλη του πρώην Πολιτικού Γραφείου της ΚΕ του ΚΚΕ. Άρχισε αμέσως μια εντατική επεξεργασία, ομαδική και ατομική. Δύσκολα να προσδιοριστούν τα σημεία διαχωρισμού ανάμεσα στις υποσχέσεις και τους εκβιασμούς. Όλα αυτά γίνονταν με την προσωπική σας καθοδήγηση και συμμετοχή στις ανίερες συναλλαγές, κ. Πονομαριόφ. Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς τις διαστάσεις και την ένταση της προσπάθειάς σας για να κατρακυλήσουν οι άνθρωποι αυτοί στα τελευταία σκαλοπάτια της σκάλας του αυτοεξευτελισμού. Έτσι στην Τασκένδη παρουσιάζεται όλος ο θίασος επί σκηνής: Μπαρτζώτας, Βλαντάς, Γούσιας, Γκρόζος, ο Τζεφρώνης (από τους νέους αστέρες) και όλα σχεδόν τα μέλη της ΚΕ «από κοινού συμφέροντος ορμώμενοι», συναγωνίζονται μεταξύ τους για το άριστα στις εξετάσεις της υπερσοβιετικής αφοσίωσης και πίστης. Σε συγκεντρώσεις των προσφύγων στις πολιτείες και σε αίθουσες στο κέντρο της πόλης υπερθεμάτιζαν υπέρ των αποφάσεων της 6ης Ολομέλειας, που έσωσε το κόμμα που αυτοί μέχρι τότε το καθοδηγούσαν. Καταριούνταν, με έντονα συμπτώματα μαζοχισμού, τον εαυτόν τους και το επάρατο ζαχαριαδικό καθεστώς της ανομίας, του αντισοβιετισμού, της εκτροπής και καλούσαν τους πρόσφυγες να ανανήψουν. Θλιβερά ανδρείκελα στα χέρια του Δημητρίου και της παρέας του. Η προσφυγιά της Τασκένδης έζησε ημέρες μιας τραγικοκωμοδίας που μετέτρεψε αυτούς τους ανθρώπους σε αξιολύπητα ηθικά και κοινωνικοπολιτικά ράκη. Σε ότι αφορά αυτό το σκέλος των επιδιώξεών σας, μπορεί να ειπωθεί ότι πετύχατε απολύτως να παρασύρετε σε πολιτικό ολίσθημα τη μεγάλη πλειοψηφία των απλών μελών της προσφυγικής παροικίας. Και η προσπάθειά σας αυτή δεν είχε καμιά απήχηση σε κείνους που απευθύνονταν. Ζημίωσε, όξυνε τα πνεύματα των προσφύγων και μεγάλωσε τις διαστάσεις του χάσματος. Η μεγάλη πλειοψηφία των προσφύγων τους περιφρονούσε και τους απεχθανόταν, η μικρή μειοψηφία τους χλεύαζε και τους περιγελούσε. Αφού εξευτέλισαν «εαυτούς και αλλήλους», πετάχτηκαν στυμμένες λεμονόκουπες, στον πολιτικό σκουπιδοτενεκέ, αποσύρθηκαν από τη σκηνή. Τέλος έφυγαν από την Τασκένδη σαν βρεγμένες γάτες αφήνοντας τον Τζεφρώνη να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά.
Οι επιζώντες αυτής της επαίσχυντης συναλλαγής, Β. Μπαρτζώτας και Λ. Τζεφρώνης, θάπρεπε, όσο είναι ακόμα καιρός, να τοποθετηθούν με όλη την απαιτούμενη σοβαρότητα απέναντι στη συνείδησή τους και την ιστορική αλήθεια για τα παζαρέματα αυτά στη Μόσχα, ανάμεσα στο Τμήμα Διεθνών Σχέσεων του ΚΚΣΕ και την παρέα τους για τη ναυαγοσωστική αποστολή τους, με κάθε λεπτομέρεια και χωρίς καμιά προσπάθεια να δικαιολογηθούν. Κι’ αυτό γιατί τέτοιες προσπάθειες έχουν γίνει για άλλες περιόδους της ιστορίας του κινήματος χωρίς όμως επιτυχία.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να διατυπωθεί μια πρόκληση για τον μελλοντικό ερευνητή της νεώτερης ελληνικής ιστορίας, γενικά και της ιστορίας του αριστερού κινήματος της Ελλάδας ειδικότερα. Η πρόκληση αυτή αφορά όχι μόνο τις χρόνιας μορφής επεμβάσεις και διορισμούς καθοδηγήσεων στο ΚΚΕ από το εξωτερικό αλλά και για το πως κάθε φορά οι καθοδηγήσεις αυτές αντιδρούσαν στο φαινόμενο αυτό. Εκείνο που επιγραμματικά μπορεί να ειπωθεί αυτή τη στιγμή είναι ότι με πολύ λίγες εξαιρέσεις, οι άνθρωποι αυτοί έδειξαν όχι μόνο έλλειψη στοιχειώδους πολιτικής αξιοπρέπειας αλλά και την ηθικοκοινωνική τους κενότητα και αήθεια. Ήταν τπ προπατορικό αμάρτημα που προκαθόριζε πάντα τις εξελίξεις, με πρόσφατα τα παραδείγματα από την εποχή της Εθνικής Αντίστασης και της μεταδικτατορικής μεταπολίτευσης. Στραβολαίμιαζαν για να ακούσουν τι θα πει ο κλητήρας της σοβιετικής πρεσβείας στο Κάιρο, ή ο ιπποκόμος του Ποπόφ, ή του Πετρόφ, ή ένας πέμπτος τροχός της αμάξης του μηχανισμού του Τμήματος Διεθνών Σχέσεων της ΚΕ του ΚΚΣΕ. Έφτασε στο σημείο η ηγεσία του ΚΚΕ να ανέχεται τον Τσολάκη έναν τυχαίο στο κίνημα, χωρίς καμιά ηθική βάση και στοιχειώδη πολιτικά εφόδια, σαν τοποτηρητή, γιατί έτρεμαν με τη σκέψη ότι μπορούν νάρθουν σε ρήξη με εκείνους που τον διόρισαν μαζί τους στην ηγεσία του ΚΚΕ. Φοβόντουσαν να μη χάσουν τη ζεστή πολυθρόνα. Μαζί με τις ευθύνες της κάθε φορά ηγεσίας του ΚΚΣΕ έχετε και σεις, κ. Πονομαριόφ, τις προσωπικές ευθύνες για τις σχέσεις δουλοπαροικίας που επεβλήθησαν ανάμεσα στο ΚΚΣΕ και ΚΚΕ. Και μια ακόμη πρόκληση που θα πρέπει να υπογραμμιστεί ιδιαίτερα είναι ότι η βάση του Κόμματος, τα απλά μέλη του, αντιμετώπισαν ιδιαίτερα στις συνθήκες της κεντροασιατικής απομόνωσης, το φαινόμενο αυτό με πολιτική αξιοπρέπεια και θάρρος αξιοζήλευτο και υποδειγματικό για τους καθοδηγητές του. Εστάθηκαν πάντα στο ύψος των περιστάσεων κι’ ακόμα γιατί ήξεραν καλά ότι δεν είχαν να «χάσουν τίποτε εκτός από τις αλυσίδες». Η αυτοδιαπόμπευση της πρώην ηγεσίας του ΚΚΕ στην Τασκένδη και ο τρόπος που αντιμετώπισαν οι μετέπειτα ηγεσίες του τις επεμβάσεις του ΚΚΣΕ στο ελληνικό αριστερό κίνημα επιβεβαίωναν μια παλιότερη διαπίστωση ότι όλες οι κρίσεις αυτές ήταν κρίσεις της ηγεσίας του κινήματος. Ο χειρισμός του ζητήματος που αφορούσε το Γενικό Γραμματέα του ΚΚΣΕ, με συνενόχους τους διορισμένους τυχάρπαστους του 1956, είναι ένα ακόμα δείγμα γραφής που ξεσκεπάζει μια άλλη κορυφή του παγόβουνου της πολιτικής και ηθικοκοινωνικής εκτροπής. Η προσπάθεια να δικαιολογήσετε έπειτα από 35 χρόνια τις εγκληματικές σας πράξεις και να επιρρίψετε γι’ αυτές τις ευθύνες ο ένας στον άλλον αποκαλύπτει μιαν ακόμη πτυχή της συνειδητής προσπάθειάς σας για φυσική εξόντωση των πολιτικών σας αντιπάλων. Αυτή η πρακτική ξεπέρασε τα όρια κάθε παραλογισμού. Στη συνέντευξή σας εσείς ισχυριστήκατε ότι ο Ζαχαριάδης παραιτήθηκε μόνος του από την ηγεσία του ΚΚΕ και ότι «ο ίδιος ζήτησε να πάει εκεί», στο Σουργκούτ, («Τα Νέα», 11.12.1990). Στη δική του συνέντευξη ο Δημητρίου («Έθνος», 29.12.1990) ομολογεί ότι: «υπάρχει μια ηθική και πολιτική ευθύνη της μετέπειτα ηγεσίας της οποίας ήμουν κι’ εγώ μέλος. Το θεωρώ ολίσθημα δικό μας και δικό μου προσωπικά, που τον αφήσαμε στην εξορία». Και ο Ζορμπαλάς, καθοδηγητής του ΚΜΕ (Κέντρο Μαρξιστικών Ερευνών), το 1980 ομολογεί: «Πως θα μπορούσε να γίνει κόμμα όταν θα βρίσκονταν στην Ελλάδα ο Ζαχαριάδης»; Ο καθένας μπορεί να φανταστεί τι είδους κόμμα ήθελαν και τα αφεντικά και οι υποτακτικοί. Αυτό και μόνο δίνει το δικαίωμα στον καθένα να εκτιμήσει την αληθοφάνεια των διαφόρων εκδοχών του θανάτου του Ζαχαριάδη. Και πάλι το πέπλο της παραπληροφόρησης καλύπτει την πραγματικότητα. Το πέπλο όμως αυτό, αρκετά διάτρητο, αφήνει να γεννηθούν σκέψεις για άλλες εκδοχές. Και ο Δημητρίου ακόμα παραδέχεται στην παρακάτω συνέντευξή του: «Σε κάθε περίπτωση το δίλημμα μόνο η έκθεση της KGB για το θάνατό του μπορεί να το λύσει». Εμείς νομίζουμε ότι δεν υπερβάλλουμε, όταν θα διατυπώσουμε την άποψη ότι μια αρκετά σοβαρή μερίδα της κοινής γνώμης της Ελλάδας απαιτεί να δουν το φως της δημοσιότητας όλα τα ντοκουμέντα των αρχείων του Τμήματος των Διεθνών Σχέσεων της ΚΕ του ΚΚΣΕ, της KGB, στη Μόσχα και στην Τασκένδη του ΚΚΕ και της ΕΑΡ (πρώην ΚΚΕ εσωτερικού) που αφορούν όλη την περίοδο από το 1949 (το λιγότερο) σε ότι αφορά την προσφυγιά και τις αλλεπάλληλες διασπάσεις και διαστάσεις στο ελληνικό αριστερό κίνημα. Είναι ανάγκη ακόμα να παραδοθεί από τις αρμόδιες σοβιετικές υπηρεσίες το προσωπικό αρχείο του Ζαχαριάδη σε μια από τις βιβλιοθήκες της Αθήνας. Απαίτηση την οποία από χρόνια έπρεπε να είχε διατυπώνει επίσημα μετά την μεταπολίτευση η καθοδήγηση του ΚΚΕ. Είναι ζήτημα ηθικής τάξης και τους αφορά προσωπικά όλους. Το γράμμα για το οποίο μίλησε ο κ. Κωστόπουλος στο 13ο Συνέδριο του ΚΚΕ θα πρέπει να εκτιμηθεί σαν μια ενέργεια του αποσκοπούσε στην εκτόνωση της έντασης μιας επιτακτικής ανάγκης.
.................
Η αντίδραση στην εκτροπή που προκάλεσαν οι προσπάθειες για να εφαρμοσθούν οι απόψεις της «6ης Ολομέλειας» εκδηλώθηκε με την δημιουργία παράνομων οργανώσεων από την πλειοψηφία, η οποία βρισκόταν σε διωγμό. Ήσαν οι «διαγραμμένοι» όχι μόνο από το πολιτικό προσκήνιο. Οι συνεδριάσεις γίνονταν νύχτα, κατά ομάδες, σε παράμερα σπίτια. Λειτουργούσαν εκλεγμένα καθοδηγητικά όργανα, κλπ. Για τους σοβιετικούς παράγοντες αυτό ήταν κάτι το ασυνήθιστο. Όπως ήταν φυσικό, με τους ανθρώπους τους παρακολουθούσαν επισταμένως τις εξελίξεις. Έτσι αυξάνονταν αριθμητικά και φούσκωναν οι φάκελοι στα ντοσιέ της KGB και της Ερυθράς Ημισελήνου. Για πολλούς, οι ατομικοί τους φάκελοι είχαν ξεπεράσει σε όγκο τους φακέλους τους στην Ελλάδα. Όλοι μας τη ζωή κι εκεί και εδώ φακελωμένοι, εχθροί του λαού, ύποπτοι και εγκληματίες. Κι’ αυτή άλλη μια σελίδα στην τραγική μας ιστορία, και τη δική μας και του αριστερού κινήματος.
Βρισκόμαστε πια στην εποχή της δυναστείας του Τσολάκη. Στο στρατόπεδο, στη στρούγκα των νικητών άρχισε ανοιχτά πια ο «καβγάς για το πάπλωμα» και η προβολή απαιτήσεων για την εξόφληση των γραμματίων. Άλλοι τύπου Γιαννακόπουλου και ΣΙΑ έπρεπε να πάνε, όσοι δεν είχαν πάει, να ζήσουν στη Μόσχα και να ζήσουν καλά. Άλλοι να πιάσουν τις καρέκλες («γραμματείς και φαρισαίοι»), άλλοι να μπουν «συν γυναιξί και τέκνοις» από το παράθυρο, με τους καταλόγους της Κομματικής Επιτροπής στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, χωρίς εξετάσεις και σε ορισμένες περιπτώσεις με γνώσεις τετρατάξιου δημοτικού. Υπήρξαν και περιπτώσεις που στάλθηκαν σε μεταπτυχιακή εκπαίδευση «στελέχη» που δεν είχαν καν τελειώσει το γυμνάσιο και μερικοί και από το δημοτικό. Ορισμένες «επιστημονικές» διατριβές δεν ήταν τίποτε περισσότερο από κακομεταφρασμένα στα ρωσικά ελληνικά κείμενα που ψηφίζονταν από τις συγκλήτους έπειτα από επεμβάσεις από τα ανώτατα κλιμάκια της τοπικής κομματικής ηγεσίας. Αντίθετα, σε πολλές περιπτώσεις, νέοι άνθρωποι με προσόντα και προοπτική εξέλιξης, που δούλευαν και μορφώνονταν, εξοστρακίζονταν από τα ΑΕΙ και τις τεχνικές σχολές μέσης εκπαίδευσης όταν δεν ενέδιδαν στους εκβιασμούς της ηγεσίας.
Σ’ όλο αυτό το διάστημα ο Βαφειάδης καραδοκούσε και οργάνωνε τους οπαδούς του για να περάσει στην επίθεση που θα τον έφερνε στην πρώτη θέση της ηγεσίας του ΚΚΕ. Οι οπαδοί του βγαίνουν ανοιχτά θέτοντας ζήτημα εξουσίας. Μια ακόμα διάσπαση, Αυτή τη φορά πρόκειται για «ενδοκυβερνητική» κρίση, για τη μοιρασιά της πίτας. Μαχαιρώματα μαρκικών και αντιμαρκικών. Όποιος παρατραβούσε το σχοινί είτε παραμερίζονταν είτε επαναφερόταν στην τάξη, φυσικά έπειτα από δημοσία ή γραπτή δήλωση «ειλικρινούς μετανοίας». Στις συνθήκες της έντονης αντιπαράθεσης ανάμεσα στις διάφορες παρατάξεις και ομάδες, σε συνθήκες πολιτικής πόλωσης και θολούρας (με την παραπληροφόρηση που καλλιεργούσε και η KGB) υπήρξαν ορισμένοι πρώην «αντιζαχαριακοί» που αντιμετώπιζαν με περισσότερη νηφαλιότητα τα τεκταινόμενα και αποστασιοπούνταν. Στην αρχή τα φαινόμενα αυτά εκδηλώνονται μεμονωμένες περιπτώσεις, με τον καιρό όμως προβάλλουν πιο έκδηλα και σε ποσότητα και από άποψη ήθους.
Η καθοδήγηση, όμως, σοβιετική και ελληνόφωνη συνεχίζει το δρόμο που υποδεικνύει το Τμήμα Διεθνών Σχέσεων, καινούργια κύματα αντιπροσφυγικών μέτρων. Στον πειρασμό αυτό δεν άντεξαν και άνθρωποι από τους οποίους το κίνημα είχε περισσότερες αξιώσεις. Χωρίς χαρτί από τον διοικητή της πολιτείας ο πρόσφυγας δεν γίνεται δεκτός στη δουλειά. Και το χαρτί αυτό, όπως και το χαρτί για το νοσοκομείο ή το σχολείο ή για ικανοποίηση κάποιας άλλης ανάγκης, δεν δινόταν χωρίς παζαρέματα και πολιτικούς εκβιασμούς. Υπήρξαν και περιπτώσεις που παιδί έλληνα πρόσφυγα από νόμιμο γάμο με σοβιετική γυναίκα γραφόταν σχολείο και έδινε εξετάσεις σε επαγγελματική σχολή μέσης εκπαίδευσης με το όνομα της μητέρας γιατί το όνομα του πατέρα του ήταν γραμμένο στο μαύρο πίνακα.
Στα μαύρα αυτά χρόνια η γάγγραινα της πολιτικής και κοινωνικής κατάπτωσης ανθρώπων και αξιών κατακτούσε έδαφος με γοργούς ρυθμούς. Στην πάλη των προσφύγων όλων των παρατάξεων για την επιβίωση, στα θολά νερά του πολιτικού αποπροσανατολισμού και της πολιτικής ρευστότητας και απομόνωσης, η ασφάλεια ψάρευε τους ανθρώπους της και το κόμμα «έφτιαχνε» κομμουνιστές κατ’ εικόνα και ομοίωση των στελεχών του τύπου Πικραμύγδαλου (Δημητρίου), Ταρζάν (Τσολάκη), Έξαρχου, Μπαρμπαλιά και των ομοίων τους. Τα χρόνια αυτά οι αετονύχηδες πραράπηδες (εργοδηγοί) οπαδοί και των δυο παρατάξεων αγόραζαν με το μάτσο δουλοπάροικους για τις στέπες και τις οικοδομικές επιχειρήσεις της πόλης. Οι κύριοι αυτοί, με την κομματική ταυτότητα στη τσέπη, στελέχη της στρούγκας του Ταρζάν και του Δημητρίου έκλεβαν ασύστολα το κράτος και τους εργάτες. Με πλαστά δικαιολογητικά, για δουλειές που δεν γίνονταν, έπαιρναν από την επιχείρηση πολύ περισσότερα χρήματα απ’ ότι άξιζε η πραγματική δουλειά, και τα μοιράζονταν ο «κομμουνιστής» πραράπης με τους «κομμουνιστές εργάτες». Κι’ αυτό σε χρόνια βάση. Μερικοί απ’ αυτούς υπέγραψαν το γράμμα του Ιανουαρίου του 1956 που ζητούσαν την επέμβαση του ΚΚΣΕ. Άλλοι, απόμαχοι της ανομίας, διεκδικούν στην Ελλάδα το πάνω χέρι στους πολυδιασπασμένους συλλόγους των επαναπατρισθέντων προσφύγων και των αντιστασιακών. Θα μπορούσε κανείς να αναφερθεί και σε άλλες πολύ έντονες εκδηλώσεις ηθικού εκτραχηλισμού, όπως ο τομέας των οικονομικών της προσφυγικής οργάνωσης. Ξεκινώντας από τα χρήματα του «εράνου τιμής» για τον οποίο δεν δόθηκε ποτέ λογαριασμός της εμπορίας όλων των εντύπων του εκδοτικού του κεντρικού μηχανισμού του ΚΚΕ μέχρι και τις εισφορές και οικονομικές συνδρομές των μελών του Κόμματος και αργότερα και για τα καθαρά κέρδη από τις εισπράξεις του καλλιτεχνικού συγκροτήματος (πεντακοσαριές χιλιάδες ρούβλια το χρόνο). Σ’ αυτά δεν έγινε πραγματικός οικονομικός απολογισμός. Τα κομματικά χρήματα βρίσκονταν στις τράπεζες, σε λογαριασμούς ορισμένων από τα μέλη της καθοδήγησης. Εκτός από τους λογαριασμούς εκατομμυρίων ρουβλιών που διαχειρίζονταν ανεξέλεγκτα ο Μ. Χαραλάμπους (Όλα τα βιβλιάρια καταθέσεων προσωπικά) υπήρχαν και άλλοι όπως ο Φουρκιώτης που είχαν από 2 και 3 βιβλιάρια καταθέσεων κομματικών χρημάτων στους ατομικούς τραπεζικούς τους λογαριασμούς. Βρέθηκε και παρουσιάστηκε σαν δικαιολογητικό βεβαίωση με την υπογραφή του. Η. Ρούνη (Μπαμπαρλιά), στην οποία βεβαιωνόταν ότι από την τάδε μέχρι την τάδε ημερομηνία (περιορισμένο χρονικό διάστημα) σωστά ξοδεύτηκε το ποσό των 500 χιλιάδων ρουβλιών και γι’ αυτό καταστράφηκαν τα σχετικά έγγραφα δικαιολογητικά. Ο ιδρώτας, οι στερήσεις και ο πόνος των προσφύγων διασπαθίζονταν για την ικανοποίηση αναγκών εξωπραγματικών και αντικοινωνικών. Όλοι μιλούσαν στην Τασκένδη για τις στενές σχέσεις του Φουρκιώτη με το φιλικό θεατρικό κόσμο της πρωτεύουσας της Δημοκρατίας. Από τα χρήματα του «εράνου τιμής» δίνονταν, χωρίς αποδείξεις και χωρίς να ζητείται απολογισμός, σε στελέχη και οπαδούς, σοβαρά ποσά για να αγοράσουν δήθεν πράγματα που θα στέλνονταν με δέματα στην Ελλάδα σε φυλακισμένους και εξόριστους. Με τον τρόπο αυτό «αγοράζονταν» και νέα μέλη του Κόμματος. Οι αρμόδιες σοβιετικές υπηρεσίες αρνούνταν να επέμβουν, όταν χρειάζονταν η επέμβαση. Και όταν μια φορά, κάτω από την πίεση για τη διαχείριση από τον Φουρκιώτη εκατοντάδων χιλιάδων ρουβλιών κατάφωρης και πασίγνωστης κατάχρησης από την πώληση βιβλίων, ανακοίνωσαν ότι διαπίστωσαν έλλειμμα 2 ρουβλιών και 43 καπικιών. Αυτό πέρασε στην ιστορία σαν το άκρον άωτον της προσφυγικής ανεκδοτολογίας. Η διαπίστωση αυτή άφησε μεγάλα περιθώρια σκέψεων και συζητήσεων ανάμεσα σε οπαδούς και πολιτικούς αντιπάλους της «καθοδήγησης». Τα γεγονότα αυτά είναι μια πρόχειρη σταχυολόγηση από την αλυσίδα των πεπραγμένων των ανθρώπων που με την προσωπική σας βοήθεια και ολόπλευρη συμπαράσταση κ. Πονομαριόφ αναρριχήθηκαν στην κορυφή της ηγετικής σκάλας για να κατρακυλήσουν στο βούρκο της εξαχρείωσης. Έτσι μπήκαμε πλησίστια στην τροχιά της ηθικοπολιτικής αποσύνθεσης και κοινωνικής κατάπτωσης. Το φαινόμενο έλαβε εκτεταμένες διαστάσεις ανάμεσα στους πρόσφυγες. Η προσφυγιά, κατ’ εικόνα και ομοίωση των ηγετικών της στελεχών, αφομοίωνε το περιβάλλον και αφομοιωνόταν απ’ αυτό. Το κακό αυτό δε σταμάτησε ποτέ, ποτέ δεν αντιμετωπίστηκε από καμιά οργάνωση. Ο καθένας προσπαθούσε ατομικά να κρατηθεί στην επιφάνεια, όπως και όσο μπορούσε.
Ο τρόπος που αντιμετωπίστηκε ή πιο σωστά δεν αντιμετωπίστηκε, αυτό το συνεχές ολίσθημα ήταν το μεγαλύτερο έγκλημα σε βάρος των Ελλήνων προσφύγων. Άνθρωποι με καθαρή συνείδηση στην απόλυτη, συντριπτική τους πλειοψηφία, που δεν είχαν προφτάσει να «μπολιαστούν» με τα αμαρτήματα της κοινωνίας από την οποία προέρχονταν, περασμένοι από τη φωτιά της πολεμικής δοκιμασίας ήσαν ένα υλικό με αξιόλογη ηθική υποδομή. Στο περιβάλλον που άρχισαν την καινούργια τους ζωή οι αντιξοότητες ήταν πολλές και σοβαρές. Έπρεπε να ζήσουν, να δημιουργήσουν οικογένεια, να παλέψουν με όλες τις δυσκολίες της καθημερινής ζωής, ξεκινώντας από το μηδέν. Η προίκα τους ήταν μια χλαίνη και μια καραβάνα. Οι ανάγκες τους έκαναν ευάλωτους και επιρρεπείς στους πειρασμούς και τις εύκολες λύσεις. Οι παράγοντες εκείνοι που θα μπορούσαν να βοηθήσουν την προσφυγιά στο σωστό προσανατολισμό της, όχι μόνο για το συμφέρον των προσφύγων αλλά και του αριστερού κινήματος επέδρασαν αρνητικά. Στις επιδιώξεις τους, Σοβιετικοί και Έλληνες ηγέτες και καθοδηγητές των προσφύγων όχι μόνο έδειξαν αδράνεια στην αντιμετώπιση του κινδύνου της ηθικής αποδιάρθρωσης της ελληνικής παροικίας, αλλά έκαναν ότι μπορούσαν να την αποπροσανατολίσουν όχι μόνο πολιτικά, να την μετατρέψουν σε εύκολη λεία τους, για την επιτυχία των επιδιώξεών τους, όχι μόνο πολιτικών. Και όταν η τραγωδία αυτή εξελίσσονταν, σε όλο της το μεγαλείο μπροστά στα μάτια όλων των προσφύγων, ο Δημητρίου είχε το θράσος να υπερθεματίζει σε συγκέντρωση στελεχών το από καταβολής ΚΚΕ τροπάρι «...στο πρόσωπο της κολλεκτίβας των ελλήνων προσφύγων της Τασκένδης, χάρις στην φροντίδα του ΚΚΣΕ ο ελληνικός λαός απέκτησε ένα τεράστιο φυτώριο στελεχών που παλιότερα ούτε να ονειρευτεί μπορούσε». Τρίζουν τα κόκαλα του Μακιαβέλι.
Και δω θα πρέπει να ειπωθούν ακόμα λίγα λόγια για τον αρνητικό ρόλο της παλιάς ηγετικής ομάδας του ΚΚΕ: Μπαρτζώτας, Βλαντάς, Βοντίσιος (Γούσιας), Ακριτίδης και άλλοι. Τρομοκρατημένοι από την τύχη που επιφυλάξατε στον Ζαχαριάδη έτρεξαν να πιάσουν το απυρόβλητο. Και ενώ τα μέλη και τα στελέχη του Κόμματος πάλευαν και υπέφεραν από τις διώξεις και τους κατατρεγμούς, αυτοί για να διατηρήσουν κάποια ελάχιστα από τα πολλά και διάφορα προνόμιά τους, ψίχουλα από τα αποφάγια της νέας ηγεσίας λούφαξαν. Τρόμαζαν με τη σκέψη ότι μπορούσε να πάνε στην παραγωγή, στο εργοστάσιο εκεί που έστελνε πριν όταν κυβερνούσε ο Μπαρτζώτας τους επιστήμονες στελέχη του ΚΚΕ για να αποκτήσουν «προλεταριακή συνείδηση». Όπως φαίνεται τα περισσεύματα τέτοιας συνείδησης τους έσυρναν στην αρχή φασουλήδες στην Τασκένδη και αργότερα στην άνευ όρων υποταγή στους Πικραμύγδαλο και Ταρζάν. Ο Μπαρτζώτας, πρώην επίτροπος του Αρχηγείου του ΔΣΕ και μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ για 15 ολόκληρα χρόνια, δεν βρήκε μέχρι σήμερα το πολιτικό θάρρος να μιλήσει ανοιχτά για όλα και για όλους, χωρίς προκαταλήψεις, επιφυλάξεις και πολιτικές σκοπιμότητες. Αρκείται μόνο να λέει ότι ορισμένα γραπτά του που κρατάει κλειδωμένα στο μπαούλο θα πρέπει να δημοσιευτούν μετά το θάνατό του.
Όλα αυτά είναι κατορθώματα και δικά σας κ. Πονομαριόφ, όπως άλλο τόσο και των κατά καιρούς ηγεσιών του ΚΚΕ από το 1949 και μέχρι πρόσφατα. Και μόνο για το καταστροφικό σας έργο σε βάρος της ελληνικής προσφυγικής παροικίας πρέπει όλοι σας να λογοδοτήσετε στον σοβιετικό και ελληνικό λαό.
Στις αρχές της δεκαετίας του ΄60 έγινε από τη βάση πάλι μια ακόμη προσπάθεια, φυσικά, απεγνωσμένη στις συνθήκες της γενικής και τοπικής αντίδρασης στην κίνηση αυτή, από την πρώτη στιγμή. Η κίνηση αυτή εκδηλωνόταν με επαφές των στελεχών της αντιπολίτευσης στο καθεστώς του «μικρού» Πατακού Τσολάκη, με κοινές καθαρού πολιτικού χαρακτήρα εκδηλώσεις, συγκεντρώσεις, κλπ. Γράφτηκαν και στάλθηκαν εκκλήσεις και γράμματα στην ΚΕ του ΚΚΣΕ και σε πολλά κόμματα του εξωτερικού. Η κίνηση αυτή επιδείνωνε τη θέση της κλίκας του Ταρζάν, της οποίας η πολιτική βάση καθημερινά στένευε. Αυτό ανησυχούσε και τα αφεντικά, και τους υποτακτικούς. Γι’ αυτό τέθηκαν σε εφαρμογή τα νέα μέσα. Η KGB πήρε την εντολή να επέμβει. Η τρομοκρατία, όμως, θα έπρεπε να μασκαρευτεί με τον μανδύα της νομιμότητας. Να πάρει το χαρακτήρα νομίμων πολιτικών ενεργειών επιβεβλημένων από τις εξελίξεις. Έτσι σε στημένες συνελεύσεις στους τόπους ζωής των προσφύγων λαμβάνονται «ομόφωνες» αποφάσεις, (οι φωνές των διαφωνούντων οπαδών τους δεν ελαμβάνονταν σ’ αυτές τις «δημοκρατικές» παρασυναγωγές), που ζητούσαν από τις Σοβιετικές Αρχές να επέμβουν για να απαλλάξουν την «κολλεκτίβα» των ελλήνων προσφύγων από το μίασμα των «αντικανονικών στοιχείων», των «υπόπτων», των «πρακτόρων» και ότι άλλο έβρισκαν πρόχειρο από το λεξιλόγιο της προπαγάνδας της περιόδου του μεσοπολέμου.
Οι «ομόφωνες» αποφάσεις ζητούσαν από το μεγάλο αδελφό κόμμα και τη σοβιετική εξουσία να συμπαρασταθούν στην οργάνωση των Ελλήνων προσφύγων, ώστε να φέρει σε πέρας τη μεγάλη αποστολή, στην εκπλήρωση της όποιας έμπαιναν εμπόδιο τα εχθρικά αυτά στοιχεία.
Φυσικοί αυτουργοί όλης αυτής της μεγάλης βρομερής καμπάνιας ήσαν τα τοπικά σοβιετικά όργανα, κομματικά και διοικητικά, και ο Ταρζάν με το επιτελείο του. Η υψηλή καθοδήγηση ανήκε όπως πάντα στην εξοχότητά σας κ. Πονομαριόφ. Όχι μόνο καθοδήγηση αλλά και άμεση βοήθεια και συμπαράσταση. Το κακό επεκτάθηκε και ανάμεσα στους κύκλους των προσφύγων της Μόσχας, με καταλόγους προγραφών που συντάσσονταν από τον Γιαννακόπουλο, τον βάρδο όλων των ηγεσιών και ηγετών σοβιετικών και ελλήνων, ο οποίος άλλαζε κάθε φορά τις πολιτικές του τοποθετήσεις και «πεποιθήσεις» με περισσότερη ευκολία απ’ ότι αλλάζει πουκάμισο.
Στις 30 Ιουλίου 1962 με απόφαση της Εκτελεστικής Επιτροπής της Ένωσης Οργανισμών Ερυθρού Σταυρού και Ερυθράς Ημισελήνου της ΕΣΣΔ αφαιρέθηκε το πολιτικό άσυλο σε 35 περίπου άτομα, Έλληνες πρόσφυγες κατοίκους της Τασκένδης. Ήσαν αυτοί που θεωρήθηκαν ως οι υποκινητές της διάσπασης, οι «πρωταίτιοι». Στο μεταξύ ολοκληρώνονταν οι προετοιμασίες για την εφαρμογή του σχεδίου της απομάκρυνσής τους και της ενδεχόμενης φυσικής εξόντωσης έστω και ορισμένων απ’ αυτούς.
Στις αρχές Οκτωβρίου 1962 τα πρόσωπα αυτά ειδοποιήθηκαν να παρουσιαστούν στην αστυνομική διεύθυνση της Δημοκρατίας. Εκεί, στον καθένα χωριστά, μια επιτροπή με επικεφαλής τον κομισάριο της αστυνομίας υποστράτηγο Σλαβένσκυ, τους ανακοίνωσαν, ότι έπειτα από «ομόφωνη» παράκληση της ελληνικής κολλεκτίβας απόφαση για εκτόπισή τους. Στην απόφαση αναφέρονταν ότι αντικοινωνικά και αντισοβιετικά στοιχεία έπρεπε «ν’ αλλάξουν τόπο διαμονής» γιατί η ελληνική κολλκτίβα δεν τους ανεχόταν πια στους κόλπους της. Αυτές οι δραστηριότητες που θύμιζαν τις εκτοπίσεις από τις διοικητικές επιτροπές της μεταξικής εποχής. Προσοχή. Χωρίς ρετσινόλαδο και πάγο. Αλλαγή τόπου διαμονής κ. Πονομαριόφ. Ίσως οι ίδιοι ζήτησαν να πάνε στο Βορρά, για ν’ αλλάξουν το κλίμα, εθελοντικά όπως μιλάτε στη συνέντευξή σας για την περίπτωση Ζαχαριάδη.
Ο χρόνος προετοιμασίας για το «ταξίδι» και της διευθέτηση προσωπικών και οικογενειακών και άλλων προβλημάτων, που δημιουργούνταν με τη διάσπαση των οικογενειών, ήταν πολύ περιορισμένος.
Στην καθορισμένη ημερομηνία «τα καθάρματα» συγκεντρώθηκαν στον σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης, «επιβιβάστηκαν» και με τη «βοήθεια» της αστυνομίας, σε ειδικό ξεχωριστό βαγόνι και με συνοδούς αστυνομικούς πήραν την άγουσα μέσω Καζακστάν.
Πολύ νωρίτερα πριν ξεκινήσει το τρένο χιλιάδες Έλληνες πρόσφυγες με τραγούδια της αντίστασης ξεπροβόδισαν τους «εχθρούς του λαού». Οι φυσικοί αυτουργοί του εγκλήματος έτριβαν για άλλη μια φορά τα μάτια τους μπροστά στη μεγάλη συγκέντρωση συμπαράστασης προς τους εξοριζόμενους.
Και στο σημείο αυτό μπαίνει ένα ακόμη ερώτημα, κ. Πονομαριόφ: η απόφαση για στέρηση του πολιτικού ασύλου των προσφύγων αυτών από το Σοβιετικό Ερυθρό Σταυρό και την εξορία τους ήταν ή δεν ήταν κατάφωρη παραβίαση του Σοβιετικού Συντάγματος; Και ποιος μπορούσε να αναλάβει την ευθύνη του κουρελιάσματος του υπέρτατου νόμου του σοσιαλιστικού κράτους και να κινητοποιήσει όλο αυτό το μηχανισμό; Μήπως ο Σμελιακόφ ή ο Σλανέβσκυ ή ο Σαάκοφ; Παρόμοιος ισχυρισμός θα ήταν στην καλύτερη περίπτωση γελοίος.
Όλα αυτά έγιναν με προσωπική σας εντολή έπειτα από προηγούμενη έγκριση του Χρουστσόφ. Ο λιλιπούτειος Τσολάκης ήταν μόνο ο κομπάρσος, το υπάκουο παιδί του μαγαζιού, για όλα τα θελήματα.
Έτσι 40 και πλέον άνθρωποι (ορισμένοι και με τις γυναίκες τους), στελέχη της Εθνικής Αντίστασης και του ΔΣΕ, εφοδιασμένοι με την επονείδιστη πράσινη κάρτα του άπατρι, σταμπαρισμένοι με τη βούλα του ανεπιθύμητου, αντικοινωνικού στοιχείου, σκορπίστηκαν στα πέρατα του Β. Καζαχστάν και της Δ. Σιβηρίας 300 χιλιόμετρα μακριά ο ένας απ’ τον άλλον. Σε συνθήκες αυστηρής απομόνωσης, χωρίς κανένα δικαίωμα απομάκρυνσης από τα όρια του συνοικισμού, ούτε και για γιατρό στο γειτονικό κεφαλοχώρι. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και τραυματίες της Αντίστασης και του εμφυλίου πολέμου και άνθρωποι περασμένης ηλικίας όμως οι Ακροναυπλιώτες Ευγένης Ξενίδης και Στέλιος Κουμαντάς, που δεν επετράπη να ταφούν στο νεκροταφείο των Ελλήνων προσφύγων, όταν πέθαναν αργότερα στην Τασκένδη. Άνθρωποι μεσογειακής προέλευσης μεταφυτεύθηκαν στον πολικό κύκλο. Στο γεωγραφικό πλάτος η θερμοκρασία πέφτει στους 45ο και 50ο C κάτω από το μηδέν. Τα σχολεία διακόπτουν τη λειτουργία τους όταν η θερμοκρασία πέφτει κάτω από 40ο. Η δουλειά όμως δεν σταματάει. Ο ντόπιος πληθυσμός αντιμετωπίζει το χειμώνα προετοιμασμένος και προσαρμοσμένος από τη γέννησή του. Ο άπατρις πρόσφυγας όμως; Ο πρόσφυγας έπρεπε να ξοφλήσει με τη ζωή του. Η εξορία ήταν απεριορίστου χρόνου. Κι’ αυτό, επί οκτώ συναπτά χρόνια μετά από τη φυλακή που δεν τους άφηναν «να σταθούν σε χλωρό κλαρί». Αυτό βοήθησε να πεθάνουν μια ώρα ενωρίτερα οι περισσότεροι απ’ αυτούς που πέρασαν τις 8χρονες διακοπές τους στα θέρετρα της Σιβηρίας (Ο. Μπάστης, Ε. Ξενίδης, Σ. Κουμαντάς, Α. Ζερβός, Γ. Κεβρεκίδης, Κ. Ράφτης και άλλοι). Επιστρέφοντας στην Τασκένδη οι άνθρωποι αυτοί, και μέχρι την τελευταία ημέρα που την εγκατέλειψαν, ήσαν τα μαύρα πρόβατα. Οι υπηρεσίες αλλοδαπών της Δημοκρατίας υποχρέωσαν ορισμένες οικογένειες (Μπάστη, Ράφτη, κλπ.) να πληρώσουν από 400 ρούβλια το άτομο για να τους δώσουν βίζες εξόδου από την ΕΣΣΔ. Το χαράτσι για τον άπατρι, με την πράσινη κάρτα. Και μέχρι σήμερα οι κατά καιρούς τοποτηρητές του Ταρζάν (υπεύθυνος μέχρι χθες για τους πρόσφυγες στο Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΕ) δεν συγχώρησαν την μεγάλη πλειοψηφία των προσφύγων που δεν τους παραδέχθηκαν και δεν τους ακολούθησαν.
Θα πρέπει, όμως, να ειπωθεί και του «στραβού του δίκιο». Τα μέτρα αυτά κι οι παλιότεροι κατατρεγμοί και εκβιασμοί είχαν και ορισμένα περιορισμένης εμβέλειας αποτελέσματα. Φόβισαν ορισμένους καριερίστες, μερικά πρώην στελέχη και σπουδαστές της Ανωτάτης Κομματικής Σχολής της Μόσχας από την οποία προηγουμένως τους είχαν αποβάλλει σαν στραβόξυλα. Οι διώξεις τους βοήθησαν να «ανανήψουν» κι’ αργότερα τα να «βρουν» με τους Τσολάκηδες και να προκόψουν αναρριχόμενοι τα σκυλιά της κομματικής ιεραρχίας. Αυτό ενεθάρρυνε τους διώκτες να σφίγγουν το σχοινί στο λαιμό της προσφυγιάς.
Σε όλη την περίοδο των διασπάσεων και αντιπαραθέσεων παρουσιάστηκε το φαινόμενο της ολοκληρωτικής διάβρωσης και αποδιάρθρωσης όλου του κομματικού μηχανισμού. Δεν ξέρω μέχρι ποιου σημείου έχει προσχωρήσει μέχρι σήμερα η διερεύνηση του φαινομένου αυτού. Το κάψιμο των φακέλων των αντιστασιακών θα αποτελέσει μια επιπλέον δυσκολία αν κάποτε ξεκινήσει μια σχετική έρευνα. Γίνεται λόγος για την ευκαιρία με την οποία οι υπηρεσίες ασφαλείας της Ελλάδας, της προδικτατορικής περιόδου, εξάρθρωναν στη γέννησή της κάθε προσπάθεια συγκρότησης παράνομου μηχανισμού, του πολύπειρου στη δημιουργία τέτοιων οργανώσεων, στη διάρκεια μισού αιώνα ουσιαστικά παράνομης ύπαρξης και δράσης του ΚΚΕ. Τέτοια ενημερότητα της ασφάλειας που έφτανε μέχρι το σημείο να «υποδέχεται» στη σκάλα του βαποριού ή αεροπλάνου τους «παράνομους», σε αντίθεση με τη σημερινή περίοδο που τα ίδια αυτά όργανα με περισσότερες δυνατότητες και μέσα στη διάρκεια 15 χρόνων δεν πέτυχαν τίποτε το ουσιαστικό στην αντιπαράθεσή τους με την οργανωμένη τρομοκρατία.
Αυτή είναι ένα μέρος της αλήθειας για τη μεγάλη τραγωδία της προσφυγιάς των μαχητών της Ελληνικής Εθνικής Αντίστασης και του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα.




Δημοσιεύτηκε σε 6 συνέχειες στα φύλλα:
«Φωνή της Αλήθειας», αρ. φυλ. 8, 1-15 Φλεβάρη 1994, σελ. 1,3 και 4
«Φωνή της Αλήθειας», αρ. φυλ. 9, 15-28 Φλεβάρη 1994, σελ. 3
«Φωνή της Αλήθειας», αρ. φυλ. 10, 1-15 Μάρτη 1994, σελ. 3
«Φωνή της Αλήθειας», αρ. φυλ. 11, 15-31 Μάρτη 1994, σελ. 3
«Φωνή της Αλήθειας», αρ. φυλ. 12, 1- 15 Απρίλη 1994, σελ. 3
«Φωνή της Αλήθειας», αρ. φυλ. 13, 15-30 Απρίλη 1994, σελ. 3




http://anasintaxi.blogspot.gr/2015/12/blog-post_14.html





Χαράλαμπος Πετρούλιας: Η εξέγερση της Τασκένδης

Σε συνέχεια των δημοσιευμένων μαρτυριών για τα γεγονότα της Τασκένδης, αναδημοσιεύουμε τη παρακάτω γραπτή μαρτυρία από το βιβλίο του εξωκομματικού γιατρού Χαράλαμπου Πετρούλια: Η ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑ ΜΟΥ ΚΑΙ Η ΖΩΗ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΣΤΗΝ ΤΑΣΚΕΝΔΗ (1949-1956) ώστε να δοθεί μια πληρέστερη εικόνα των γεγονότων. Ανεξάρτητα από τις εκτιμήσεις του Πετρούλια το κείμενο περιέχει πλήθος χρήσιμων πληροφοριών και λεπτομερειών σε σχέση με τα γεγονότα.

Η εξέγερση της Τασκένδης
Θα περιγράψω τα γεγονότα της Τασκένδης που έγιναν 10-11 Σεπτεμβρίου 1955 στην 7η πολιτεία. Εκεί έμενα και εγώ και έβλεπα όλες τις κινήσεις και των δύο παρατάξεων, ζαχαριαδικοί και αντιζαχαριαδικοί ή χρουστσεφικοί.
Οι αντιζαχαριαδικοί ετοιμάζανε την κατάληψη των γραφείων της καθοδήγησης, που την είχανε οι οπαδοί του Ζαχαριάδη.
Τελευταία στην 7η πολιτεία ερχόντουσαν από τις άλλες πολιτείες παρέες-παρέες 20-30 άτομα αντιζαχαριαδικοί και συγκεντρώνονταν πότε στην αυλή και πότε στους δύο πρώτους θαλάμους μόλις έμπαινες στην πολιτεία δεξιά. Οι θάλαμοι ήσαν ακριβώς απέναντι από τα γραφεία της καθοδήγησης. Τα χώριζε ένας μεγάλος πλατύς δρόμος.
Από τα παράθυρα των θαλάμων δυτικά παρακολουθούσαν όλες τις κινήσεις που γινόντουσαν στα κτίρια της καθοδήγησης.
Στην αυλή οι παρέες ήτανε μια ομάδα ζαχαριαδικοί και η άλλη ομάδα αντιζαχαριαδικοί ή χρουστσεφικοί. Τους αντιζαχαριαδικούς τους ονομάζανε και χρουστσεφικούς, διότι ακολουθούσανε την κομματική γραμμή του Χρουστσώφ, συνεργάζονταν και με την ασφάλεια η οποία τους προστάτευε.
Οι συζητήσεις μεταξύ των ομάδων στην αρχή ήσαν ήσυχες, σιγά-σιγά φτάνανε στα άκρα, έτοιμοι να αρπαχτούνε στα χέρια. Οι πιο ψύχραιμοι τους ησυχάζανε και συνεχιζόταν η κουβέντα. Πολλές φορές ήταν και παρέες ουδέτερες και ακούγανε αυτούς που μαλώνανε, μερικές φορές ήμουνα και εγώ με τους τελευταίους και ακούγαμε όλα αυτά που λέγανε.
Μια βραδιά, ένας από τις άλλες ομάδες με ρώτησε, «εσύ με ποιούς είσαι;» του απάντησα με τον εαυτό μου. Ένας από την παρέα μου του λέει, άσε τον συναγωνιστή, αυτός είναι εξωκομματικός, δεν ανακατεύεται.
Αυτές οι συγκεντρώσεις γινόντουσαν όλο το καλοκαίρι του 1955. Συνήθως τα Σαββατοκύριακα, μαζευόντουσαν, πότε περισσότεροι, πότε λιγότεροι και κουβεντιάζανε για την κατάντια που φτάσανε. Πότε για τον αγώνα που κάνανε και χάσανε, πότε για την ζωή που ζούσανε εδώ στην Τασκένδη, το φαγητό, τα λεπτά που δεν φτάνανε να ζήσουνε καλλίτερα, γιατί τους κουβαλήσανε εδώ στην Κεντρική Ασία, και άλλα.
Η αλήθεια ήταν ότι η ζωή στην προσφυγιά ήτανε δύσκολη, η διατροφή άσχημη, ο ρουχισμός της φτώχειας, η ελευθερία περιορισμένη, ζούσαμε στρατιωτική ζωή, με θαλαμοφύλακες στους θαλάμους και σκοπούς στην Πύλη της εισόδου στην πολιτεία, και οι επαγρυπνητές οι μισοί παρακολουθούσαν τους άλλους μισούς.
Εμένα τα πρώτα χρόνια με παρακολουθούσανε δυο, που πήγαινα, με ποιούς έκανα παρέα, τι έλεγα. Τους είχα καταλάβει, αλλά μου το είπανε και τα παιδιά που εργαζόμαστε μαζί στο εργοστάσιο και μέναμε στον ίδιο θάλαμο. Περισσότερα γράφω σε άλλη σελίδα, στην αρχή του βιβλίου.
Τα θέματα που απασχολούσαν τους Έλληνες πρόσφυγες ήσαν πολλά. Γιατί χάσανε τον αγώνα στο Γράμμο και το Βίτσι, γιατί τους φέρανε τόσο μακρυά στην Τασκένδη. Τα ανδρόγυνα δεν είχανε ένα δωμάτιο να μείνουνε, το φαγητό δεν ήτανε ούτε καλό ούτε αρκετό για να χορτάσουνε.
Κάθε μέρα, τόσο οι ομάδες όσο και οι συζητήσεις αυξάνονταν. Στο θάλαμο που μαζευόντουσαν τους συνόδευε και κανένα μπουκάλι βότκα. Εμείς που κατοικούσαμε στην 7η πολιτεία λέγαμε μεταξύ μας, «αν πάρει φωτιά το καζάνι που βράζει, θα γίνει της Κορέας (της κακομοίρας)».
Και πράγματι το βράδυ αυτό που είχανε μαζευτεί περισσότεροι, είχανε καταστρώσει σχέδια για την κατάληψη των γραφείων και ετοιμάζονταν να επιτεθούν. Με τη δύση του ηλίου, στείλανε έναν σύντροφο οι αντιζαχαριαδικοί να ρωτήσει στο γραφείο αν είναι εκεί ο Ζαχαριάδης. Ο αγγελιοφόρος που πήγε και ρώτησε δεν κατάλαβε καλά και είπε ναι εδώ είναι.
Κάνανε ντου όλοι οι αντιζαχαριαδικοί για κατάληψη των γραφείων. Στα γραφεία υπήρχανε καμιά τριανταριά ζαχαριαδικοί και αμυνθήκανε. Οι αντιζαχαριαδικοί είχανε πέτρες, ξύλα, σανίδια από μια λίμνη που ήταν στην αυλή, τα ξηλώσανε μαζί με τα καρφιά και έγινε αλαλαγμός (πολεμική σύγκρουση). Οι ζαχαριαδικοί φωνάζανε κινδυνεύει ο αρχηγός και αμέσως, τρέξανε σύνδεσμοι σε όλες τις πολιτείες και είπανε τα συμβάντα. Σε λίγο φθάσανε άλλοι πεζοί και άλλοι με αυτοκίνητα να σώσουνε τον αρχηγό. Συγκεντρώθηκαν μια φάλαγγα και αρχίσανε το τραγούδι: Ζαχαριάδης αρχηγός στο κόμμα μας εμπρός...
Δίπλα, σε μια γωνία, μια ομάδα αντιζαχαριαδικοί μαζί με τον Ρώσο επίτροπο, τον Σαάκοφ και ασφάλεια ήσαν κρυμμένοι και περιμένανε τα αποτελέσματα. Εν τω μεταξύ έφθασε ένας λόχος στρατιωτών ρώσων και σε λίγο περικυκλώσανε όλο το χώρο που γινότανε η φασαρία, οι στρατιώτες οπλισμένοι, με τα όπλα παραπόδα και ένα-δυο μέτρα ο ένας από τον άλλον και σε θέση ανάπαυσης.
Όταν φθάσανε οι οπαδοί του Ζαχαριάδη, είδανε τους στρατιώτες που είχανε περικυκλώσει όλο το χώρο και φοβηθήκανε. Κάποιος τους είπε: Σύντροφοι, μην φοβηθείτε, οι στρατιώτες δεν μας πειράζουν, περάστε, μετά μπήκαν πολλοί μέσα και κυνηγήσανε τους αντιζαχαριαδικούς.
Οι Ουζμπέκοι ακούσανε τις φωνές και ρωτούσανε τι συμβαίνει; Οι άλλοι που καθοδηγούσανε την επιχείρηση, οι αντιζαχαριαδικοί και η ασφάλεια ρίξανε το σύνθημα, ότι οι Έλληνες κάνανε επανάσταση και θέλουνε να πάνε στην Ελλάδα. Οι Ουζμπέκοι λέγανε: «σαμπάκοι=τα σκυλιά ήρθανε εδώ μας φάγανε το ψωμί και δεν τους αρέσει».
Ο πόλεμος μεταξύ τους συνεχίζεται οι αντιζαχαριαδικοί βάζανε σκάλες ν’ ανεβούνε από το διπλανό σπίτι για κατάληψη, οι ζαχαριαδικοί τους ρίξανε κάτω μαζί με τις σκάλες. Από μέσα στα γραφεία οι ζαχαριαδικοί δεν είχανε πολεμοφόδια (ούτε ξύλα, ούτε πέτρες) και ξυλώσανε τους τοίχους από την πέτσκα=σόμπα κτισμένη με τούβλα και έκαιγε κάρβουνα (κοκ). Με τα τούβλα αντιμετωπίζανε τους επιτιθέμενους.
Ένας οπαδός του Ζαχαριάδη εκεί που μαλώνανε δάγκωσε το αυτί του σ. Πάνου Δημητρίου που ήταν αντιζαχαριαδικός και τέλος του έκοψε το αυτί. Μάθαμε ότι το μαζέψανε και του το ράψανε πάλι στο νοσοκομείο.
Ο Ζαχαριάδης δεν ήταν στα γραφεία. Οι Ζαχαριαδικοί φτιάξανε ομάδες και πήγανε μέσα στην πολιτεία από θάλαμο σε θάλαμο όσοι ήσαν αντίθετοι τους ξυλοφορτώνανε. Έγιναν φοβερά πράγματα. Είχαμε 150 τραυματίες, τα ασθενοφόρα κουβαλάγανε όλη τη νύχτα.
Το πρωΐ που πήγα στην Ιατρική Σχολή που φοιτούσα ένας συμφοιτητής μου Ρώσος ο Άλεκ, που δούλευε στα ασθενοφόρα πρώτων βοηθειών μου λέει:
«Χάρη τέτοιο καυγά, δεν είχα δει, μόνον στα καουμπόϊκα έργα». Μου λέει: πήγαμε μ’ εντολή να πάρουμε κάποιο στέλεχος αντιζαχαριαδικό, μπήκαμε μέσα στην πολιτεία και πήγαμε στο θάλαμο, τον βρήκαμε και τον πασαλείψαμε με ιώδιο, του δέσαμε το πρόσωπο, ότι ήταν τραυματίας τον βάλαμε στο ασθενοφόρο για να φύγουμε, στην πύλη εξόδου μια ομάδα αντιπάλων, ανέβηκε πάνω στο αυτοκίνητο, του βγάλανε τους επιδέσμους και μας τον πήρανε, ήσαν εξαγριωμένοι και ούτε τους μιλήσαμε καθόλου.
Τους τραυματίες τους πηγαίναμε στα νοσοκομεία, αλλά επειδή γεμίσανε τους βάζαμε και σε εστιατόρια. Στα νοσοκομεία που τους πήγαμε ήσαν ανακατεμένοι, ζαχαριαδικοί και αντιζαχαριαδικοί, μόλις γνωρίζανε ότι ο διπλανός τους ήταν αντίθετος αρχίζανε πάλι το μάλωμα, ομάδες-ομάδες και γινότανε δεύτερος αγώνας. Μετά γίνανε επιτροπές και πήγανε σε όλα τα νοσοκομεία και τα εστιατόρια και τους ξεχωρίζανε, αλλού τους ζαχαριαδικούς και αλλού τους αντιζαχαριαδικούς.
Την άλλη μέρα οι ζαχαριαδικοί ήσαν περισσότεροι και πηγαίνανε ομάδες-ομάδες στην πόλη και όπου βρίσκανε αντίθετους, βριζόντουσαν μεταξύ τους και άρχιζε πάλι το ξυλοφόρτωμα. Ένα μήνα φοβόντουσαν να κυκλοφορήσουνε στην πόλη γιατί δέρνανε οι μεν τους δε. Όταν είδα που φθάσανε οι ζαχαριαδικοί στην 7η πολιτεία και μεγάλωσε η φασαρία, έφυγα και πήγα στο δωμάτι που έμενα, δέκα (10) λεπτά μακριά από την πολιτεία.
Στην πολιτεία δεν είχανε κρεββάτια για ύπνο και μου επιτρέψανε να πάω στο δωμάτιο που είχανε οι δυο φίλοι μου ο Γιάννης ο Καρούλας και ο Σωκράτης Πολυζώης. Αυτοί δουλεύανε στην ανοικοδόμηση και τους είχανε δώσει δωμάτιο σε μια πολυκατοικία. Είχε χώρο και για τρίτο κρεββάτι και μου είπανε, ζήτησε από την καθοδήγηση να σου δώσουνε ένα κρεββάτι και να έρθεις στο δωμάτιό μας.
Μου στείλανε κρεββάτι η καθοδήγηση και έμενα και εγώ μαζί με τους φίλους μου, αυτοί στο δωμάτιο ερχόντουσαν το Σαββατοκύριακο μόνον.
Το βράδυ που γινότανε η φασαρία, πήγανε τα μέλη του κλιμακίου της Κ.Ε. του ΚΚΕ Βαϊνάς, Φωκάς, Ακριτίδης και Ζυγούρης, τους οποίους είχε στείλει ο Ζαχαριάδης στην Τασκένδη για να αντιμετωπίσουνε τα γεγονότα. Οι αντιζαχαριαδικοί τους ξυλοφορτώσανε προτού προλάβουνε να μπούνε μέσα στα γραφεία. Επειδή ήσαν στελέχη, μερικοί αντιζαχαριαδικοί φοβηθήκανε και τους φυγαδεύσανε. Υπήρχε μια σύγχυση μεταξύ των συντρόφων γιατί έγινε αυτό τομάλωμα και δεν ξέρανε τι θα γίνει και την επομένη.
Το ίδιο βράδυ κατά τις 10 (δέκα) η ώρα ακούω έναν φίλο μου τον Γιάννη τον Λαδιά να μου χτυπάει την πόρτα στην πολυκατοικία που έμενα, με τα άλλαπαιδιά, ήταν κι αυτός γνωστός των παιδιών που είχανε το δωμάτιο, ήξερε ότι έμενα και εγώ. Μπάμπη άνοιξε, είμαι με τον σ. Φωκά. Άνοιξα, μπήκανε μέσα και μου λέει: Θα βρεις ένα ταξί και θα πας τον σ. Φωκά στο Γιαλανγκάτς στην 12η πολιτεία. Εγώ είχα ζήσει τρία χρόνια εκεί και την ήξερα. Εντάξει του λέω μην ανησυχείς. Τον σ. Φωκά τον είχανε χτυπήσει, είχε γρατσουνιές στο πρόσωπο με αίματα και του είχανε σχίσει το πουκάμισο. Του πρόσφερα τις πρώτες βοήθειες, με οξυζενέ του καθάρισα το πρόσωπο από τα μικροτραύματα. Του είπα να σας δώσω ένα πουκάμισο καθαρό, όχι μου λέει ευχαριστώ. Έφτιαξα ένα τσάϊ και του πρόσφερα, τους είπα καθήστε εδώ, εγώ θα βγω να βρω ένα ταξί. Στην Λεωφόρο περίμενα λίγο και βρήκα το ταξί. Πήγα στο δωμάτιο και πήρα τον σ. Φωκά και πήγαμε στο Γιαλαγκάτς. ήταν πάνω από 10 χιλιόμετρα μακριά από την Τασκένδη.
Εκεί κοντά στην 12η πολιτεία υπήρχε μια Ντάτσια (εξοχικό κτίριο) για τους μεγάλους. Μένανε οι επίσημοι Ρώσοι και ξένοι. Εκεί μένανε και οι Έλληνες. Τα ανώτερα στελέχη. Εγώ έμεινα το βράδυ εκεί στην 12η πολιτεία, τα παιδιά τα γνώριζα γιατί είχα μείνει 3 χρόνια.__
Χαράλαμπος Πετρούλιας, Η ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑ ΜΟΥ ΚΑΙ Η ΖΩΗ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΣΤΗΝ ΤΑΣΚΕΝΔΗ (1949-1956), Αθήνα 2012, σελ. 224-228

http://anasintaxi.blogspot.gr/2015/12/blog-post_43.html





Πέτρος Μπολτσής (1921-2006): Μαρτυρία από τη ζωή στη Τασκένδη


«Τα πρώτα χρόνια, μέχρι το 1953 πηγαίναμε πολύ καλά. (…) Στις 9 Μαρτίου 1953 πέθανε ο Στάλιν και μαζί πέθανε και η δική μας χαρά και ευτυχία, παράλληλα και του σοβιετικού λαού. Τον κλάψαμε πάρα πολύ όλοι (…). Όταν ανέλαβε ο Χρουστσώφ (…) άρχισαν οι φραξιονιστικές γκρούπες παντού, μέσα και έξω. Στην Κομματική Οργάνωση Τασκένδης ήταν τότε ο Αριστοτέλης Χατούρας (Αριανός). Αυτός ανέλαβε τη φραξιονιστική γκρούπα μέσα στο κόμμα μας και επειδή είχε την υποστήριξη κατόρθωσε να διαλύσει το κόμμα. (…) Το τι έκαναν ανάμεσά μας δεν λέγεται. (…) Είχαν διώξει κόσμο από τις δουλιές τους. Στα ανώτερα σχολεία δεν μπορούσε να πάει κανένας, αν δεν το ενέκρινε ο Χατούρας. Επίσης είχαν κάνει τραμπούκικες ομάδες, που δέρναν όποιον μιλούσε κατά του Χατούρα. Αφού είδε η Κεντρική Επιτροπή ότι η κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο, αποφάσισε την καθαίρεση της Κ.Ο.Τασκένδης.(…) κάναμε συνελεύσεις όλες οι Κόβες και οι Κομ.Επιτροπές και βγάλαμε αντιπροσώπους για τη συνδιάσκεψη της Τασκένδης που είχε προετοιμαστεί, για να ξεκαθαρίσουμε το ζήτημα. Επενέβη όμως ο Χρουστσώφ και τα ακύρωσε όλα. Τότε πήραν τον Ζαχαριάδη και δεν ξαναφάνηκε. Και οι χατουρικοί ξεσπάθωσαν εναντίον μας. Όμως παρόλες τις φοβέρες, τις εξορίες και φυλακές, εμείς διατηρούσαμε την οργάνωση. Κάναμε συνελεύσεις στα σπίτια, κάναμε τις γιορτές, πανηγύρια και χορούς κανονικά.

Γινόταν το 20ο Συνέδριο και λέγαμε ίσως και πάρουν σωστές αποφάσεις. Γινόταν παράλληλα και το δικαστήριο για τους δικούς μας που είχαν πάρει και τους φυλάκισαν σαν πρωτοκινητές, που αργότερα τους στείλαν εξορία. Εμένα με διώξαν από τη δουλιά, χωρίς κανένα αιτιολογικό και με είχαν για εξορία, αν δεν επέμενε μια καλή γιατραίσσα που έπαιρνε μέρος στο συμβούλιό τους, που τους είπε, αυτός έχει τόσα μωρά, ποιος θα τα κοιτάξει;(…) Περίπου το Μάη του 1956 έγινε η 6η ολομέλεια, με τη βοήθεια του Ρουμάνου Γεωργ. Ντεζ. Είχε πάρει μέρος και ο Ζαχαριάδης, που όταν μίλησε τους βούλωσε το στόμα όλους, με τα χειροπιαστά ντοκουμέντα που είχε. Και δεν μπορούσε κανένας να αντιμιλήσει. Και τότες πήρε το λόγο ο σοβιετικός αντιπρόσωπος Κοουσένεν, που τον είχε στείλει ο Χρουστσώφ και λέει επί λέξει: Ο Νικολάι Νικολάιεβιτς, έτσι τον έλεγαν οι σοβιετικοί τον Ζαχαριάδη, πρέπει να διαγραφεί από το Κόμμα. Από τότε τον Ζαχαριάδη τον στείλαν εξορία και τον απομόνωσαν. Η απόφαση που πήραν ήταν διαγραφή όλης της οργάνωσης Τασκένδης και γενικά όλου του Κόμματος και επαναδιοργάνωση.

Εμείς στην Τασκένδη ήμασταν περί τις 7,5 χιλιάδες και αυτοί ήταν μόνον 400-500 μέλη. Ούτε λίγο ούτε πολύ, διέγραψε η μειοψηφία την πλειοψηφία, πράγμα απαράδεκτο απ’ το καταστατικό. Όμως, ποιος κοιτούσε καταστατικό, ότι λέει ο μπάρμπας. Εμένα φαγώθηκαν οι μαύροι, ώσπου με βάλαν φυλακή. (…) Έτσι συνεχίστηκε αυτή η φαγωμάρα ώσπου έφυγα. Τα παιδιά μας δεν μπορούσαν να παν σε ανώτερα σχολεία, διότι δεν εγκρίναν οι δικοί μας. Με τις συντάξεις, με τις δουλειές, γίνονταν ένα σωρό αδικίες και δεν μπορούσες να πεις τίποτα. Ώσπου μαύρισαν τα μάτια μου και σηκώθηκα και έφυγα να μην τους βλέπω.(…)»

Πέτρος Μπόλτσης: «Αναμνήσεις απ’ τη ζωή κι απ’ τον Αγώνα», Αθήνα 1986 (σελ.67-75)

http://anasintaxi.blogspot.gr/2015/12/1921-2006.html























You Might Also Like

0 σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Δημοφιλείς 30 ημέρες

Δημοφιλείς 7 ημέρες