ΛΑΚΗΣ ΣΑΝΤΑΣ - Και δέκα ζωές αν είχα, θα τις έδινα



Ο αγωνιστής της εθνικής αντίστασης αφηγείται στα «ΝΕΑ» πώς κατέβασαν, μαζί με τον Μανώλη Γλέζο, τη γερμανική σημαία από την Ακρόπολη


Του ΜΑΝΩΛΗ ΠΙΜΠΛΗ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: Σάββατο 6 Μαρτίου 2010
«Αυτό που ήταν πραγματικά τρομακτικό ήταν τα Στούκας», λέει στα «ΝΕΑ» ο Λάκης Σάντας. «Ήταν καθέτου εφορμήσεως αλλά ο τρόμος συνδυαζόταν με τον ήχο. Εκτός από τον βόμβο του αεροπλάνου είχαν και μια σειρήνα. Την ώρα που το αεροπλάνο έπεφτε κάθετα βάραγε η σειρήνα, έριχνε και τη βόμβα».
O Λάκης Σάντας θυμάται ότι ενώ οι Γερμανοί είχαν ήδη μπει στην Αθήνα, η πολεμική ατμόσφαιρα ήταν διαρκής και παντού κυριαρχούσε ο τρόμος. «Ο κόσμος ήταν πληροφορημένος, βλέπαμε επίκαιρα, ξέραμε ότι οι Γερμανοί ήταν μπαρουτοκαπνισμένοι, είχαν και βαρύ οπλισμό. Το δράμα ήταν ότι αυτό το ψυχοπλακωτικό κλίμα είχε διαδεχθεί μόλις ένα κλίμα μεγάλου ενθουσιασμού. Την ημέρα που ο Μουσολίνι κήρυξε τον πόλεμο δημιουργήθηκε παραλήρημα, χτυπούσαν καμπάνες, φώναζαν όλοι “ζήτω η Ελλάδα” και έτρεχαν, χωρίς να το σκεφτούν ούτε λεπτό, στα έμπεδα να πάρουν όπλα να πολεμήσουν. Ό,τι και να ήθελε η πολιτική ηγεσία, το κλίμα ήταν τέτοιο που δεν σήκωνε αντιρρήσεις. Όπως στη Γιουγκοσλαβία που το Στέμμα αποφάσισε συνθηκολόγηση και ο κόσμος αναίρεσε την απόφαση- το Βελιγράδι, βέβαια, βομβαρδίστηκε χωρίς έλεος.



Και την ώρα που ολόκληρη Γαλλία, με πολύ ισχυρό στρατό και με ενίσχυση βρετανικού σώματος, κατέρρευσε μέσα σε ένα μήνα και δέκα μέρες, την ώρα που η Γερμανία μπήκε στη Δανία με παρέλαση, η Ελλάδα αντιστάθηκε σθεναρά και ανάγκασε την Ιταλία σε οπισθοχώρηση. Αυτό είναι το μεγαλείο του ΄40. Όλα τ΄ άλλα, γκρίνιες, προδοσίες που ακολούθησαν, είναι λεπτομέρειες», λέει.



Η απόφαση. Λεπτομέρεια δεν είναι, βέβαια, η δική του στάση. Η γενναία του πράξη, μαζί με τον Μανώλη Γλέζο, να κατεβάσει τη γερμανική σημαία από την Ακρόπολη, έμεινε στην Ιστορία. «Εκείνο τον πρώτο καιρό της Κατοχής, μαζευόμασταν στο Σύνταγμα και το Ζάππειο και συζητούσαμε τι θα μπορούσαμε να κάνουμε», θυμάται. «Ο Μανώλης, σε μια στιγμή, μου κάνει νόημα να κοιτάξω ψηλά. Μου έδειχνε τη σημαία. “Ναι, αυτό πρέπει να κάνουμε”, είπα αμέσως. Ο πατέρας μου είχε πολεμήσει στους Βαλκανικούς Πολέμους, είχε παρελάσει και στη Θεσσαλονίκη. Μου έλεγε πάντα πόσο μεγάλη σημασία έχει η σημαία στον Στρατό. Αν ο σημαιοφόρος έπεφτε στη μάχη, ο επόμενος έπρεπε να τη σηκώσει αμέσως. Για τους Γερμανούς η πράξη μας ήταν χτύπημα κατάστηθα, γιατί στα μάτια του Χίτλερ η κατάκτηση της Ακρόπολης είχε μεγάλο συμβολισμό και ισοδυναμούσε κάπως με την κατάκτηση όλου του κόσμου».


Όταν οι Γερμανοί αντιλήφθηκαν την απουσία της σημαίας, σκύλιασαν, λέει ο Σάντας. «Μέχρι τις δωδεκάμισι, μία- οπότε έβγαλαν την πρώτη ανακοίνωση- δεν είχαν αντικαταστήσει τη σημαία. Κυκλοφορούσαν μάλιστα διάφορες φήμες, αφού όλη η Αθήνα είχε δει ότι δεν υπήρχε σημαία πια. Η ενέργειά μας είχε και την έννοια τού να δώσει το μήνυμα ότι ο πόλεμος δεν είχε τελειώσει, παρόλο που μία μέρα πριν είχε πέσει η Κρήτη».
Ο Λάκης Σάντας περιγράφει αναλυτικά τα γεγονότα αυτά, και τον τρόπο με τον οποίο κατέβασαν με τον Μανώλη Γλέζο τη σημαία, σε ένα βιβλίο- πανόδετη έκδοση- που κυκλοφόρησε σήμερα από τις Εκδόσεις Βιβλιόραμα. Είναι η πρώτη φορά που ο 88χρονος Απόστολος Σάντας, εμβληματικό πρόσωπο της Αντίστασης που δεν θέλησε μετά την απελευθέρωση να ασχοληθεί πιο ενεργά με την πολιτική ή να αναλάβει δημόσιους ρόλους, εξιστορεί γραπτά τα γεγονότα της εποχής. Γιατί άργησε τόσο; «Μας εξευτέλισαν, γι΄ αυτό δεν γράφαμε», απαντά. «Όχι οι εχθροί. Αυτό θα ήταν και τιμή. Αλλά οι δωσίλογοι, οι προδότες. Εξευτέλισαν παιδιά που αψηφούσαν το θάνατο, ανθρώπους σπουδαίους. Το αποτέλεσμα ήταν να σιχαθεί ο κόσμος. Τι να τους πεις; Δεν ήθελες ούτε να τους βλέπεις. Με τη Μεταπολίτευση δεν μας πείραζαν πια αλλά είχαμε τόσο σιχαθεί από όσα είχαμε περάσει που δεν είχαμε κέφι για αφηγήσεις. Έπειτα οι άλλοι είχαν γράψει τόσα πολλά... Και η κουτσή Μαρία έγραφε ό,τι ήθελε».
Εντέλει το αποφάσισε. Και το έκανε με τη βοήθεια των παιδιών του και δύο φίλων του, της Ρίτας Βλησμά-Τσαντίλη και του Γιώργου Μαστροδήμου, που τον συνέδραμαν στη διαχείριση του τεράστιου αρχειακού υλικού του. Αλλά και με την ενθάρρυνση των παιδιών που έβλεπε στα σχολεία. Έγραψε με συναρπαστικό τρόπο και συνταρακτικές λεπτομέρειες όχι μόνο για το πώς πήραν με τον Μανώλη Γλέζο τη σημαία, αλλά και για τις περιπέτειές του στην Αντίσταση, ως καπετάνιου του ΕΛΑΣ, ακόμη και για τις οδομαχίες στα Δεκεμβριανά στις οποίες συμμετείχε ενεργά.
Έγραψε και για την οπισθοχώρηση των αποδεκατισμένων μαχητών του, το πώς τους υπερασπίστηκαν οι χωρικοί στα αρβανιτοχώρια της Αττικής, επίσης, βέβαια, για την εξορία αμέσως μετά (Ικαρία, Ψυττάλεια, Μακρόνησο) και τη φυγή του στον Καναδά. Αλλά και για τα αίτια της ήττας. «Περιέγραψα τα γεγονότα σκέτα, καθαρά, αληθινά, όπως τα έζησα. Τι είδα, τι ένιωσα και τι έκανα στον πόλεμο, καθώς και τις σκέψεις μου για τους λόγους που ηττήθηκε η Αριστερά. Όσα συνέβησαν σε μένα, χωρίς φιοριτούρες», μας λέει.«Το φεγγαράκι μάς κοίταζε με συμπάθεια...»
Στο βιβλίο του ο Λάκης Σάντας αφηγείται πώς, μαζί με τον Μανώλη Γλέζο κατέβασαν τη γερμανική σημαία από την Ακρόπολη. «Πήγαμε πρώτα στην Μπενάκειο Βιβλιοθήκη. Πήραμε τα σχεδιαγράμματα και διαβάσαμε τα πάντα για την Ακρόπολη. Υπήρχε μια ρωγμή, στο βορεινό μέρος του Ερεχθείου, εκεί που ήταν το σπήλαιο της Αγραύλου κι από κάτω ένα ξεροπήγαδο, άντρο του Εριχθόνιου. Δηλαδή, εκεί έμενε ο ιερός όφις της Αθηνάς- ο Εριχθόνιος- ο φύλακας της Ακρόπολης, στον οποίο οι ιερείς έριχναν μια φορά το μήνα μελόπιτες, για να συντηρείται.
Ξέραμε ότι είχαν κάνει εκεί ανασκαφές Γάλλοι αρχαιολόγοι. Και παρατηρήσαμε μια παλιά ξύλινη πόρτα με σανίδες.
Με ένα μικρό φανάρι είδαμε μέσα ότι στη δεξιά πλευρά υπήρχε πλάτωμα με πέτρες και χώματα και πιο πέρα το ξεροπήγαδο. Δεξιά όμως στο βράχο είχε μαδέρια, με τέτοιον τρόπο τοποθετημένα, που ανέβαιναν προς τα πάνω και είχαν μείνει από τις ανασκαφές των αρχαιολόγων.
Τρεις μέρες αργότερα ξαναπήγαμε, ήταν Κυριακή, σαν επισκέπτες στην Ακρόπολη. Κοιτάξαμε το βάθρο, τα σκαλιά, καθώς και την οπή πάλι. Μπροστά από το στρογγυλό βάθρο που ήταν η σημαία- το μπελβεντέρε- υπήρχε μια σκοπιά ξύλινη. Ακόμα, στα Προπύλαια υπήρχε μια διμοιρία Γερμανών, που φύλαγε τη σημαία.
Είμαστε αποφασισμένοι, αν μας ανακάλυπταν, να πέσουμε από την Ακρόπολη και να σκοτωθούμε γιατί ξέραμε ότι αν μας έπιαναν οι Γερμανοί θα μας εκτελούσαν και θα μας βασάνιζαν κιόλας.
«Ταιριάζαμε». Στις 29 Μαΐου, βγάζουν οι Γερμανοί μεγάλη ανακοίνωση, από ραδιόφωνα και εφημερίδες, ότι η μάχη της Κρήτης έληξε. Ο Μανώλης κι εγώ, εκτός απ΄ την απόλυτη εμπιστοσύνη που είχαμε ο ένας στον άλλο, είχαμε και την ίδια ιδιοσυγκρασία, κάναμε τις ίδιες αυθόρμητες σκέψεις και, με δυο λόγια, ταιριάζαμε πολύ, ιδιαίτερα στο θάρρος και την παλικαριά. Σκεφτήκαμε ότι έπρεπε να δείξουμε στους Γερμανούς ότι ο αγώνας συνεχίζεται.
30 Μαΐου 1941, βράδυ, ησυχία, ένα τέταρτο σελήνης στον ουρανό. Φτάσαμε, μπήκαμε μέσα, ανεβήκαμε αργά πατώντας στα μαδέρια. Το ζήτημα ήταν να διαπιστώσουμε πού βρίσκεται ο σκοπός. Πήγε ο ένας από τη μια μεριά του Παρθενώνα κι ο άλλος από την άλλη και ρίχναμε πετραδάκια σε διάφορες κατευθύνσεις. Τίποτα. Ησυχία. Προσέξαμε ότι δεν υπήρχε σκοπός.
Στο μεταξύ, ακούγαμε τους Γερμανούς να γλεντούν και να χαχανίζουν για τη νίκη της Κρήτης. Ήρθε η καθοριστική στιγμή. Το φεγγαράκι μάς κοίταζε με συμπάθεια, οι καρδιές μας χτυπούσαν πολύ γρήγορα. Ανεβήκαμε από τα σκαλιά. Η σημαία ήταν τεράστια, για τούτο κι ήταν δεμένη με τρία μεγάλα σύρματα, τα οποία είχαν στρόφιγγες απ΄ έξω από το βράχο και τη συγκρατούσαν. Η σημαία, λοιπόν, κατέβαινε μέχρι τον κόμβο που συναντιόντουσαν τα τρία σύρματα στον ιστό κι από κει δεν πήγαινε πιο κάτω.
Σκαρφαλώναμε, την πιάναμε, την τραβάγαμε, τίποτε δεν γινόταν. Ο μόνος τρόπος για να κατέβει η σημαία ήταν ν΄ ανοίξουν τα σύρματα. Δύσκολο πολύ. Όμως η θέληση, η επιμονή κι η υπομονή μας έφεραν αποτέλεσμα. Κι αφού ανεβήκαμε και κατεβήκαμε στον ιστό πολλές φορές ώς το δύσκολο σημείο- γιατί ο ιστός ήταν λείος και γλίστραγε- κατορθώσαμε με τα χέρια μας να ξεσφίξουμε τις στρόφιγγες και να την ξεμπλέξουμε. Κι η τεράστια σημαία έπεσε και μας κουκούλωσε!
Μέσα μας κυριάρχησε η αίσθηση ότι ήταν μεγάλη εκείνη η στιγμή, με το λιγοστό φως του φεγγαριού να λάμπει πάνω στα μάρμαρα που εκπροσωπούσαν 3.000 χρόνια ιστορίας στα ιερά της πατρίδας μας. Εκεί αισθάνθηκα εγώ αλλά πιστεύω και ο Μανώλης- ότι και 10 ζωές αν είχα θα τις έδινα.
Αγκαλιαστήκαμε και φιληθήκαμε, ενθουσιασμένοι για το αποτέλεσμα κι αμέσως, μ΄ ένα μαχαιράκι που είχα μαζί μου κόψαμε από ένα κομμάτι ο καθένας, απ΄ τον αγκυλωτό σταυρό, και το βάλαμε στον κόρφο μας! Η σημαία ήταν ένας τεράστιος μπόγος και, φυσικά, ήταν αδύνατο να την πάρουμε μαζί μας. Τότε, σκεφτήκαμε να τη ρίξουμε στο ξεροπήγαδο και μάλιστα καλαμπουρίσαμε: “Για να τη φυλάει ο Εριχθόνιος”».
Μάχες σώμα με σώμα στην Αλεξάνδρας...
«Βρέθηκα επικεφαλής ενός αξιόμαχου τμήματος, με καπετάνιο τον Φώτη τον Μεροναίο, και μαζί αρχίσαμε να οδηγούμε τους αντάρτες μας σε τρομερές μάχες, σώμα με σώμα σχεδόν, στην περιοχή κοντά στους Αμπελοκήπους, Λεωφόρο Αλεξάνδρας, Γήπεδο του Παναθηναϊκού, Φυλακές Αβέρωφ, Προσφυγικές Πολυκατοικίες, και μετά προωθηθήκαμε στου Γκύζη, στη συνοικία των προσφύγων», γράφει στο βιβλίο του ο Λάκης Σάντας, περιγράφοντας τα Δεκεμβριανά.
«Οι μάχες ήταν σκληρές και αιματηρές, γιατί οι Άγγλοι (όταν λέμε Άγγλοι, εκτός από δύο τμήματα του αγγλικού στρατού, εννοούμε μια ινδική μεραρχία ενισχυμένη με Άγγλους αξιωματικούς) μεταχειρίζονταν σε μάχες παρατάξεως, την ημέρα πάντα, τανκς ή τεθωρακισμένα αυτοκίνητα και προπαντός αεροπλάνα, τα οποία οργίαζαν μόνα τους στον αέρα. Δεν μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε τα τεθωρακισμένα και τα τανκς, γιατί δεν είχαμε ούτε αντιαρματικά, ούτε μικρά ταχυβόλα ή μικρά κανόνια (ορειβατικά) για να τα χτυπήσουμε. Κι αυτό όχι γιατί ο ΕΛΑΣ δεν είχε τέτοια όπλα. Είχαμε απ΄ όλα. Είχαμε πάρει πολλά, τα περισσότερα από τους Ιταλούς αλλά και από γερμανικά τμήματα ηττημένων σε μάχες μεγάλες, όπως π.χ. στη μάχη στις Καρούτες. Αλλά δεν τα φέρνανε στην Αθήνα. Γιατί; Άγνωστο τότε! Άγνωστο ακόμη και τώρα!».



Μακρόνησος, Γ' Τάγμα Σκαπανέων, 12-9-1948. Ὁ Λάκης Σάντας (στή μέση) μέ δύο ἄλλους συνεξόριστους.


Tό παρακάτω κείμενο τοῦ Ἠλία Πετρόπουλου γράφτηκε στὸ Παρίσι στὶς 20-4-1993. Δημοσιεύτηκε, μαζὶ μὲ τὴν ἀφήγηση τοῦ Λάκη Σάντα, στήν ἐφημερίδα Ἐλευθεροτυπία στὶς 31-5-1993. Ἡ ἀφήγηση τοῦ Λάκη Σάντα εἶναι ξεσηκωμένη ἀπὸ ἕνα δακτυλογράφο τοῦ συγγραφέα τους (μὲ αὐτόγραφες διορθώσεις καὶ συμπληρώσεις), πού χρονολογεῖται ἀπὸ τὸ φθινόπωρο τοῦ 1944.

Ὁ Ἐθνικὸς Ἥρωας Λάκης Σάντας.

Γράφω μὲ δέος γιὰ τὸν Σάντα.

Κάθε φορά πού μὲ ἐπισκέπτεται ἕνας ἄγνωστός μου φοιτητής, τὸν ρωτάω ἂν ξέρει τὸν Λάκη Σάντα. Ἡ ἀπάντηση εἶναι πάντα ἀρνητική. Ἡ ἔλλειψη ἱστορικῆς μνήμης, πού τόσο χαρακτηρίζει τὸν νεοέλληνα, ἀποδεικνύει ὅτι ὁ λαὸς μας πῆρε τὸ κακὸ μονοπάτι. Ὁ Σάντας, μαζὶ μὲ τὸν Γλέζο, ἐπιτέλεσαν μίαν ἐθνικὴ ἡρωϊκὴ πράξη. Καὶ πιὸ συγκεκριμένα, ὁ Σάντας καὶ ὁ Γλέζος εἶναι οἱ πρῶτοι ἀγωνιστές, πού ξεκίνησαν τὴν Ἀντίσταση κατὰ τῶν χιτλερικῶν, ἀνὰ τὴν Εὐρώπη. Αὐτὸ ἔγινε τὴν νύχτα 30/31 Μαῒου 1941 — δηλαδή, τότε ἀκριβῶς πού ἔπεσε καὶ ἡ Κρήτη στὰ νύχια τῆς Βέρμαχτ. Ἡ ἱστορικὴ στιγμὴ ἦταν τόσον εὐνοϊκὴ γιὰ τὴν νατσιστικὴ Γερμανία, ὥστε τὸ κουράγιο (ἤ, μᾶλλον, τὸ θράσος) τῶν δύο πατριωτῶν μοῦ προξενοῦσε ἀνέκαθεν ἕναν ἱερὸ σεβασμό. Δὲν προτίθεμαι νὰ περιγράψω τὸ γεγονός. Ἁπλῶς, θέλησα νὰ πῶ δυὸ ἐγκάρδιες φράσεις γιὰ τὸν Ἐθνικὸ Ἥρωα Λάκη Σάντα, πού συμβαίνει νὰ εἶναι καὶ ἀγαπημένος μου φίλος. Γνωρίζω, βέβαια, καὶ τὸν Μανόλη Γλέζο ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς Χούντας, ὅποτε πέρναγα συχνὰ ἀπὸ τὸ βιβλιοπωλεῖο του (— ἐκεῖ, μάλιστα, συνάντησα μιὰ φορὰ καὶ τὸν Παρτσαλίδη). Ὡστόσο, σήμερα τὸ θέμα μου εἶναι ὁ Σάντας.

Πάντα μου ἐπιθυμοῦσα νὰ γνωρίσω τὸν Σάντα, ἄλλα τὸ ὄνειρο αὐτὸ δὲ γινότανε νὰ πραγματοποιηθεῖ γιατί ὁ Σάντας εἶχε καταφύγει, τὸ 1951, στὸν Καναδά, ὅπου ἔμεινε δώδεκα χρόνια. Τελικῶς, πρὶν εἴκοσι χρόνια, πέσαμε στὴν ἴδια φυλακὴ μὲ τὸν Σάντα. Κι ἐκεῖ φούντωσε ἡ ἔντονη φιλία μας. Ἀπ’ ὅ,τι θυμᾶμαι, ἡ ἰδιόρρυθμη αὐτὴ φιλία — ἀνάμεσα σ’ ἕναν ἀναρχικὸ κι ἕναν κομουνιστὴ — παραξένευε ἰδιαιτέρως τοὺς ἄλλους πολιτικοὺς κρατουμένους. Ὅμως, ὁ Σάντας εἶναι ἕνας ἄντρας πού δὲν κωλώνει μπροστὰ σὲ τέτοιες λεπτομέρειες...

Γράφω μὲ ἀγάπη γιὰ τὸν Σάντα.

Λατρεύω τὶς ἀφηγήσεις. Ὁ Λάκης Σάντας εἶναι γεννημένος ἀφηγητής. Γιὰ νὰ εἶσαι σπουδαῖος ἀφηγητὴς πρέπει νάχεις βιώματα καὶ ἐμπειρίες. Ὁ Σάντας ἔζησε μιὰ ζωὴ γεμάτη. Γι’ αυτὸ καὶ μὲ γοήτευε μὲ τὶς ἀφηγήσεις του. Περάσαμε μέρες καὶ μέρες, κλεισμένοι στὸ κελί μου, αὐτὸς μιλώντας κι ἐγώ ἀκούγοντας. Ὁ Λάκης μιλάει μὲ πάθος, γιατί εἶναι φλογερὸς ἄνθρωπος, γιατί εἶναι αὐθόρμητος καὶ τζόρας.

Μοῦ διηγήθηκε ἀξέχαστες ἱστορίες: ἄλλοτε γιὰ τὸ πῶς πέρασε μὲ καΐκι ὁ Ἄρης

Βελουχιώτης ἀπὸ τὸ Γαλαξίδι στὸν Μοριὰ (μετὰ ἀπὸ γενναία οὐζοποσία) καὶ ἄλλοτε πώς ὁ ἴδιος ὁ Σάντας μαζὶ μὲ τὸν Φλωράκη ἔμειναν κρυμένοι, τρεῖς μέρες, σὲ μιὰ τρύπα γιὰ νὰ σωθοῦν ἀπὸ τοὺς φασίστες. Ὅλα ὅσα μοῦ εἶπε ὁ Λάκης εἶναι χαραγμένα στὴ μνήμη μου. Καί, προπάντων, ἡ ἀφήγηση τῆς ἱστορίας μὲ τὴν χιτλερικὴ σημαία τῆς Ἀκρόπολης. Ὁμολογῶ ὅτι θάθελα πολὺ νὰ ξανακούσω τὸν Λάκη, νὰ μοῦ ἀφηγεῖται ἐκεῖνες τὶς ἱστορίες πού συνταράξανε τὴ γενιά μας.

Γράφω γιὰ νὰ τιμήσω τὸν Σάντα.

Τὴν ἐποχὴ πού ὁ Λάκης Σάντας καὶ ὁ Μανόλης Γλέζος κατέβαζαν τὴν σημαία μὲ τὴν σβάστικα δὲν ἀνῆκαν στὸ Ε.Α.Μ. Ἡ ἔνταξή τους στὴν Ἀντίσταση ἔγινε τὸ 1942. Ὡστόσο, φαίνεται ὅτι ἤδη ἤσανε ἀριστεροί. Τυπικά, ἡ ἔννοια τῆς Ἀριστερᾶς ἀνάγεται στὴν Γαλλικὴ Ἐπανάσταση. Ἀλλά, ἡ Ἀριστερὰ καὶ ὁ Ἀναρχισμὸς εἶναι πανάρχαιες ἔννοιες. Βλέποντας τὰ πράγματα κάτω ἀπὸ μιὰ πλατύτερη ὀπτική, μπορεῖς νὰ πεῖς ἀνέτως ὅτι οἱ ἰνδοὶ φακίρηδες ἤ ἐρημίτες ὁρισμένων ἀποχρώσεων, οἱ κυνικοὶ φιλόσοφοι, οἱ ἄραβες καὶ ὀθωμανοί ντερβίσηδες πού προέρχονταν ἀπὸ κάποιες σέκτες κτλ. ἐκφράζανε μίαν ἰδεολογία διαμαρτυρίας, δηλαδή, μίαν ἀριστερή, ἤ καὶ ἀναρχική, κοσμοθεωρία. Τιμώντας τὸν Σάντα, θέλω νὰ τιμήσω τὴν Ἀντίσταση, τὴν Ἀριστερά, τὴν αἰώνια Ἀριστερά. Σήμερα στὴν χώρα μας, ὅπου τὰ κουρέλια τῆς Νέας Ὀρθοδοξίας, ὅπου οἱ καραγκιόζηδες τοῦ ρατσιστιστικοῦ ἐθνικισμοῦ, ὅπου οἱ κωλογλεῖφτες τῆς Δεξιᾶς, προσπαθοῦν νὰ δημιουργήσουν ἕνα κλῖμα χαοτικῆς μισαλλοδοξίας, ἡ Ἀριστερὰ παραμένει στὸ ρεῖθρο τῆς πολιτικῆς ζωῆς καὶ — παίρνοντας μίαν ἀνάσα — προετοιμάζει τὴν ἀνασυγκρότησή της. Στὸ πλαίσιο τῆς μπουρζουάδικης δῆθεν-Δημοκρατίας στεκόμαστε ὅλοι μας (μαζὶ καὶ ὁ Σάντας), φαινομενικῶς σαστισμένοι, καὶ περιμένουμε νὰ ξεδιαλύνει ὁ κουρνιαχτὸς πού σηκώθηκε ἀπὸ τὸ γκρέμισμα τῆς Σοβιετικῆς Ἕνωσης, πού μὲ ἐπιμονὴ εἶχε προβλέψει ὁ Καστοριάδης. Μέσα σ’ αὐτὴ τὴ θολούρα ὁ Σάντας παρέμεινε ἁγνός, μὴ ὑποκύπτοντας μήτε στὴν ὅποια πολιτικὴ μόδα, μήτε στὰ δολώματα τοῦ ψευτο-ἀριστεροῦ ΠΑΣΟΚ."

***

Ἀφηγεῖται ὁ Λάκης Σάντας.

"Ὅταν τὸ Μέτωπο τῆς Μακεδονίας ἔσπασε καὶ ἡ Μπότα τῶν Ναζὶ κατέβαινε καὶ μᾶς πλάκωνε στὸ στῆθος, ἡ πρώτη μου σκέψη ἦταν νὰ φύγω μὲ τὰ ὑποχωροῦντα στρατεύματα γιὰ τὴν Αἴγυπτο γιὰ νὰ συνεχίσω ἐκεῖ τὸν πόλεμο. Λογάριασα ὅμως χωρὶς τὰ Στούκας τὰ ὁποῖα δὲν ἄφησαν οὔτε καρυδότσουφλο στὸν Σαρωνικὸ Κόλπο. Κι ἔτσι ἀνάμεσα στὶς φλόγες καὶ στὶς βόμβες τῶν Στούκας εἶδα νὰ βυθίζωνται οἱ ἐλπίδες μου γιὰ τὴν Αἴγυπτο κι ἔμεινα.-

Μπῆκαν στὴν Ἀθήνα μας μιὰ Κυριακὴ κι ἔστησαν ἀμέσως τὴν πολεμική τους σημαία σ’ ἕναν ψηλὸ κοντὸ πάνω στὰ Ἀθάνατα Μάρμαρα τῆς Ἀκρόπολης.

Ἄπειρα μάτια Ἑλληνικὰ ἐδάκρυσαν τὸ πρωϊνὸ ἐκεῖνο, βλέποντας τὸ σύμβολο τῶν Οὔννων νὰ λερώνη τὸ μοναδικὸ μνημεῖο τοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῆς λευτεριᾶς, τὸν Παρθενώνα.

Ἔτσι ἐδάκρυσαν καὶ τὰ δικά μου. Μά.... ὕστερα τὰ βλέφαρά μου σφίχτηκαν κι ἄστραψαν ἀπὸ μιὰ φλόγα πού θὰ μποροῦσε νὰ λυώση καὶ ἀτσάλι ἀκόμη, κι ἦταν αὐτή, ἡ φλόγα τῆς συγκρατημένης λύσσας ἐναντίον τους. Ἦταν ἡ φλόγα πού μοῦ ἔλεγε ὅτι κάτι πρέπει νὰ τοὺς κάνω. Κάτι μεγάλο κάτι πού νὰ τοὺς μαστίγωση σὲ ἐκεῖνα τὰ ἀγέρωχα γουρουνίσια μοῦτρα τους, κάτι προσβλητικό, κάτι πού νὰ τοὺς κάνη νὰ κατεβάσουν ἐκεῖνα τὰ κρύα γαλανά, χωρὶς οἶκτο κτηνώδη μάτια τους. Κάτι συμβολικὸ πού νὰ τοὺς χτυπήση ὅλους μαζὶ σὰν χώρα, σὰν λαὸ καὶ πρὸ παντὸς σὰν στρατό.-

Τὴν ἴδια φλόγα εἶδα τότε στὰ μάτια πολλῶν φίλων μου, ἀλλά πρὸ παντὸς τὴν διέκρινα καὶ τὴν γνώρισα στὰ μάτια τοῦ Μανώλη τοῦ Γλέζου τοῦ συμμαθητῆ μου. Κυτταχτήκαμε στὰ μάτια καὶ χωρὶς κουβέντες συννενοηθήκαμε. Ἀρχίσαμε νὰ σκεφτώμαστε τί θὰ κάνωμε. Ἐν τῷ μεταξὺ οἱ Ναζίδες εἶχαν ἀρχίσει ἐπιχειρήσεις ἐναντίον τῆς Κρήτης. Πηγαίναμε στὸ Φάληρο μόνοι μας καὶ μπρὸς στὰ ἀφρισμένα κύματα σκεφτώμαστε τί νὰ τοὺς κάνουμε ἀκούγοντας ἀπὸ πάνω μας τὴν Λουτβάφφε νὰ μεταφέρη ἀλεξιπτωτιστὲς γιὰ τὴν Κρήτη.-

Ἐν τῷ μεταξὺ οἱ μέρες περνοῦσαν Εἶχε περάσει ἕνας μήνας πού κατέλαβαν τὴν Ἀθήνα καὶ ἡ Κρήτη εἶχε λυγίσει πολεμοῦσαν ἀκόμη τὰ παληκάριά μας μαζὶ μὲ τοὺς ἐγγλέζους σὲ μερικὰ σημεῖα.-

Κι ἔξαφνα ἕνα δειλινὸ πού ἤμαστε στὸ Ζάππειο κι ὁ ἥλιος ἔγερνε λούζοντας τὸν ὁρίζοντα μὲ ἐκεῖνα τὰ χρώματα πού μόνο ὁ Ἀττικὸς Οὐρανὸς ἔχει, τὰ μάτια μας γύρισαν στὸν βράχο τῆς Ἀκροπόλεως. Μέσα στὸν ὑπέροχο φόντο τῆς δύσης σταθήκαμε καὶ κυττούσαμε. Καὶ τότε τὸ βλέμμα μας ἔπεσε πάνω στὴν Σημαία τους πού ὑπερήφανα κυμάτιζε ψηλὰ-ψηλὰ καὶ ἡ βαρειὰ σκιὰ της πλάκωνε καταθλιπτικά ὅλη την Ἀθήνα, ὅλη τὴν Ἀττικὴ γῆ.

Νά, τί πρέπει νὰ τοὺς κάνωμε! Ἦρθε ἡ σκέψη σὰν σπίθα. Νὰ τοὺς τὴν πάρωμε. Νὰ τὴν γκρεμίσωμε καὶ νὰ τὴν ξεσχίσωμε καὶ νὰ πλύνωμε ἔτσι τὴν βρωμιὰ ἀπ’ τὸν Ἱερὸ βράχο. Τὴν εἶχαν στήσει αὐτὴν τὴν ἴδια τὴν πολεμική τους σημαία oἱ Ναζὶ θριαμβευτικὰ ὡς τότε, στὴν Βαρσοβία, στὴν Βιέννη, στὴν Ἀμβέρσα, στὴν Νορβηγία στὸ Παρίσι καὶ Βελιγράδι καὶ ἀπειλοῦσαν νὰ τὴν στήσουν σὲ ὅλο τὸν κόσμο τότε.

Μὰ ἐδῶ εἶναι Ἑλλάδα. Εἶναι ἡ μικρὴ χώρα πού ἀπ’ αὐτὴν ξεπετάχτηκε ἡ φλόγα τοῦ Πολιτισμοῦ. Εἶναι ἡ χώρα πού δίνει τὸ παράδειγμα πάντα στὶς κρίσιμες στιγμὲς τῆς Ἱστορίας.

Ἦταν πολὺ ἁπλὸ μὰ καὶ πολὺ Μεγάλο. Μιὰ σημαία σήκωσε στὶς 25 Μαρτίου 1821 ὁ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανὸς μιὰ σημαία θὰ κατεβάζαμε καὶ μεῖς στὶς 31 Μαῒου 1941. Συμβολικὸ τὸ πρῶτο, συμβολικὸ καὶ τὸ δεύτερο. Μιὰ φούχτα ἄνθρωποι τότε ἀπειλοῦσαν τὴν Πανίσχυρη Τουρκικὴ Αὐτοκρατορία. Δυὸ παιδιὰ ἐμεῖς, θὰ προσβάλλαμε τὸ φοβερὸ τότε Γ Ράϊχ.

Καὶ βάλαμε σ’ ἐνέργεια ἀμέσως τὸ σχέδιο.

Πήραμε ἀπ’ τὴν Ἐθνικὴ Βιβλιοθήκη τὴν μεγάλη Ἐγκυκλοπαίδεια καὶ διαβάσαμε στὴν λέξη Ἀκρόπολις. Ἐκεῖ εἴδαμε ὅλες τὶς σπηλιὲς ἤ τρύπες πού ἔχει ὁ βράχος τῆς Ἀκροπόλεως ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη καὶ καταλάβαμε ὅτι μόνον ἀπὸ ἕνα σπήλαιο — πού εἶναι στὸ ἐσωτερικό τοῦ βράχου τῆς Ἀκρόπολης καὶ λέγεται "Πανδρώσειον ἄντρον" καὶ στὸ ὁποῖον κατὰ τὴν Μυθολογία ἐκατοικοῦσε ὁ ἱερὸς ὄφις τῆς θεᾶς Ἀθηνᾶς καὶ τοῦ πήγαιναν οἱ ἱέρειες τοῦ Ναοῦ τοῦ Παρθενώνα και ἔτρωγε μελὸπητες στὶς ἑορτὲς τῶν Παναθηναίων — ὅτι μόνον ἀπ’ αὐτὴν τὴν τρύπα πού ἔβγαινε σὲ ἕνα βάθρο δίπλα στὸ Ἐρεχθεῖο θὰ μπορούσαμε νὰ ἀνεβοῦμε στὴν Ἀκρόπολη χωρὶς νὰ μᾶς δοῦν οἱ Γερμανοὶ φρουροί. Τὴν ἄλλη μέρα κι ὄλας πήγαμε καὶ ἀνεβήκαμε σὰν ἐπισκέπτες στὴν Ἀκρόπολη καὶ εἴδαμε πού ἀκριβῶς εἶναι αὐτὴ ἡ σπηλιὰ ἀπὸ τὴν ὁποία θὰ ἀνεβαίναμε τὴν Νύκτα. Πέρασε κι αὐτὴ ἡ ἡμέρα καὶ ἦλθε ἡ ἑπομένη ἡ 30η Μαΐου 1941. Εἴχαμε ἀκούσει τὸ βράδυ ἀπ’ τὸ Ραδιόφωνο τὸ Λονδῖνο πού μᾶς εἶπε ὅτι ἡ Κρήτη ἐγκατελείφθη πιά. Πρωὶ-πρωΐ οἱ Οὖννοι μὲ τὶς Ἐφημερίδες τους καὶ μὲ προκηρύξεις μᾶς ἀνήγγειλαν γεμάτοι κομπασμὸ καὶ ὑπερηφάνια ὅτι κατέλαβον καὶ τὴν τελευταία γωνιὰ τῆς Ἑλλάδας τὴν Ἡρωϊκὴ Κρήτη.

Δὲν ξέρω τί ἦταν ἐκεῖνο πού ἔνοιωθα μά μοῦ φαίνεται πώς ἦταν ἕνα παράπονο μαζὶ μὲ δυνατὸ πυρεττό. Περίμενα μ’ ἀγωνία νὰ βραδυάση. Ἐπὶ τέλους βράδυασε. Συναντηθήκαμε μὲ τὸν Μανώλη καὶ ξεκινήσαμε. Ὄπλα δὲν εἴχαμε τότε. Εἶχα πάρει μαζί μου μόνον ἕνα φαναράκι ἠλεκτρικὸ κι ἕνα μαχαιράκι.

Φτάσαμε. Κάναμε μιὰ βόλτα στὰ προπύλαια μέχρι νὰ φτάση ἡ ὥρα 9 1/2 μ.μ. Τότε εἴδαμε τοὺς Γερμαναράδες νὰ εἶναι μαζεμένοι μέσα στὸ δωμάτιο τῆς εἰσόδου καὶ νὰ πίνουν κρασὶ καὶ μπύρες ἔχοντας καὶ μερικὲς κακὲς Ἑλληνίδες ἀπ’ αὐτὲς πού πουλᾶν τόν ἔρωτά τους στὰ προπύλαια πού εἶχαν τὸ Φρουραρχεῖο. Ἀκούγαμε ἀπὸ μακρυὰ τὰ κτηνώδη χάχανά τους καὶ τὰ τραγούδια τους καὶ σφίγγαμε ἀκόμη περισσότερο τὰ δόντια μας. Ὅταν ἔφθασε ἡ ὥρα, κυτταχθήκαμε. Ἴσως νὰ μὴν ξαναβλέπαμε τὸν ἥλιο ν’ ἀνατέλη. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι νοιώθαμε ἕνα δυνατὸ χτυποκάρδι μὰ αὐτὸ δὲν ἀκουγόταν παρὰ ἔξω. Τὰ στήθη μας τὰ Ἑλληνικὰ τὸ πνίγανε. Εἶναι γλυκὸς ὁ θάνατος ὅταν πεθαίνης γιὰ τὰ ἰδανικά σου. Σ’ αὐτὲς τὶς στιγμὲς δὲν ἔχεις παρὰ νὰ θυμηθῆς τὴν ἱστορία. Νὰ θυμηθῆς τὸν Λεωνίδα στὶς Θερμοπύλες, νὰ θυμηθῆς τὸν Ἀθανάσιο Διάκο, ἤ τὸ Μεσολόγγι ἤ τὸν Πόλεμο τῆς Ἀλβανίας κι εἶσαι ἐντάξει.

Σφίξαμε τὰ χέρια, πηδήξαμε τὰ σύρματα μπήκαμε ἀνάμεσα στὰ δέντρα. Συρθήκαμε μὲ τὴν κοιλιὰ καὶ φτάσαμε στὴν Σπηλιά. Μπήκαμε μέσα ψηλαφητὰ κρατώντας καὶ τὴν ἀναπνοή μας ἀκόμη. Ἀρχίσαμε νὰ σκαρφαλώνουμε ἀπ’ τὰ μαδέρια τῆς σκαλωσιᾶς πού εἶχαν φτιάξει οἱ Ἀρχαιολόγοι γιὰ ἀνασκαφές. Κάτω μας τὸ βάραθρο ἄνοιγε τὸ μαῦρο του στόμα νὰ μᾶς καταπιῆ στὸ πρῶτο ξεγλύστρημα 40 μέτρα κάτω κατέβαινε ἡ σπηλιὰ καὶ κατόπιν ἀνοιγότανε τὸ χεῖλος ἑνὸς ξεροπήγαδου ἄλλα καμιὰ δεκαριὰ μέτρα. Σιγὰ-σιγὰ σκαρφαλώσαμε καὶ κάνοντας μιὰ τελευταία ἕλξη βγήκαμε στὸ ἐπάνω βάθρο. Ἀνεβήκαμε μερικὰ μαρμάρινα σκαλιὰ καὶ σηκώσαμε τὰ κεφάλια μας νὰ δοῦμε.—

Ἦταν ἕνα τέταρτο τὸ φεγγάρι. Καὶ καθὼς τὸ ἀσημένιο του φῶς ἔλουζε τὰ ἱερὰ ἐκεῖνα μνημεῖα τοῦ ἅπαντου τῆς Τέχνης καὶ τῆς ὀμορφιᾶς νοιώσαμε μέσα μας ν’ ἀτσαλώνουμε. Εἴδαμε μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μας τοὺς ἀθάνατους προγόνους μας νὰ στέκωνται σιωπηλοὶ καὶ μεγαλοπρεπεῖς μὲς στὶς χλαμύδες τους τριγύρω μας καὶ νὰ μᾶς κυττᾶνε σιωπηλοὶ ἐρωτηματικὰ ἂν θὰ κάνουμε τὸ καθῆκον μας ἤ ὄχι. Ἂν καὶ δὲν πολυπιστεύω στὸ μοιραῖο ἐν τούτοις ἐκεῖνες τὶς στιγμὲς νομίζω ὅτι τὸ μοιραῖον τῆς φυλῆς μας ἔρριξε τὸν κλῆρο σέ μᾶς.

Προχωρήσαμε συρτὰ μὲ τὴν κοιλιά. Μᾶς χώριζαν περίπου 50-60 μέτρα ἀπ’ τὸν κοντὸ πού εἶχαν τὴν σημαία τους. Χωριστήκαμε καὶ πηγαίναμε ἀνάμεσα στὰ μάρμαρα. Πετώντας κάθε τόσο πέτρες μήπως ἦταν κανένας γερμανὸς σκοπὸς κρυμμένος. Ὅταν φθάσαμε κοντὰ στὸν κοντό, εἴδαμε τὴν ξύλινη σκοπιά τους. Πετάξαμε πάλι κάνα-δυὸ πέτρες κι ὅταν εἴδαμε ὅτι ἦταν ἡσυχία σηκωθήκαμε ὄρθιοι καὶ προχωρήσαμε θαρρετά. Φθάσαμε στὸν κοντό. Ψηλὰ κυμάτιζε ἡ σημαία τους. Λύσαμε τὸ συρματόσχοινο καὶ τραβήξαμε γιὰ νὰ τὴν κατεβάσουμε. Μὰ τὴν εἶχαν μπλέξει στὴν κάτω ἄκρη της μὲ τὰ τρία συρματόσχοινα πού στήριζαν τὸν κοντό. Κρεμιούμαστε κι οἱ δυὸ γιὰ νὰ τὴν κατεβάσουμε μὰ δὲν κατέβαινε. Ἀρχίσαμε τότε μὲ τὴν σειρὰ νὰ σκαρφαλώνουμε στὸν σιδερένιο κοντὸ γιὰ νὰ τὴν φτάσουμε καὶ νὰ τὴν κόψουμε. Μὰ ἦταν 20 μέτρα ὁ κοντὸς καὶ λεῖος κι ἦταν ἀδύνατο νὰ τὴν φτάσουμε. Κουρασμένοι σταθήκαμε γιὰ λίγο κι ἀπογοητευτήκαμε, σκεφτώμαστε τί νὰ κάνωμε. Νὰ φύγωμε χωρὶς τὴν σημαία τους λάφυρο, δὲν τὸ σκεφτήκαμε οὔτε μιὰ στιγμή. Καὶ μέσα στὴν ἔνταση τῆς σκέψης μας, σκεφθήκαμε ὅτι πρέπει νὰ σπάσουμε τὰ τρία συρματόσχοινα γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ τὴν κατεβάσουμε. Ἀρχίσαμε τότε μὲ τὰ χέρια μας, μὲ τὰ δόντια μας μὲ ὅτι μπορούσαμε, νὰ προσπαθοῦμε νὰ ξεκολλήσουμε τὰ συρματόσχοινα ἀπ’ τοὺς σκουριασμένους χαλκάδες μὲ τοὺς ὁποίους κρατιόσανε στὰ γύρω μάρμαρα. Κραυγὴ ἐνθουσιασμοῦ μου ξέφυγε ὅταν ἔσπασε τὸ πρῶτο. Κατόπιν ἔσπασε καὶ τὸ δεύτερο καὶ μετὰ τὸ τρίτο. Ἀμέσως ξεμπλέξαμε τὰ συρματόσχοινα καὶ τότε τὸ μισητὸ σύμβολο τοῦ φασισμοῦ κατέβηκε. Ἦταν μιὰ τεράτια σημαία 4μ. μῆκος καὶ 2μ. πλάτος. Στὴν μέση εἶχε τὸν Ἀγκυλωτὸ σταυρὸ καὶ στὴν ἀπάνω ἄκρη τὸν Γοτθικὸ πολεμικὸ σταυρὸ τοῦ Κάϊζερ.

Μὲ λύσσα τὴν κόψαμε ἀπ’ τὸ συρματόσχοινο καὶ τὴν μαζέψαμε. Σχίσαμε ἀπὸ ἕνα κομάτι ἀπ’ τὸν ἀγκυλωτὸ σταυρό. Τὴν ὑπόλοιπη τὴν κάναμε ρολὸ καὶ τὴν πήραμε. Προχωρήσαμε καὶ φθάσαμε. Εἶχαν περάσει 3 ὧρες περίπου ἀπ’ τὴν ὥρα πού εἴχαμε ξεκινήσει. Τὸ φεγγάρι εἶχε χαθῆ καὶ μαζὶ μ αὐτὸ καὶ οἱ ὀπτασίες τῶν προγόνων μας εὐχαριστημένες. Ὁ ἀέρας μᾶς δρόσιζε τὰ φλογισμένα πρόσωπά μας καὶ μᾶς ἔφερνε ἀπὸ μακρυὰ τὰ χάχανα τῶν Γερμαναράδων.

" Ἄ! τώρα γελάστε καὶ τραγουδῆστε ὅσο θέλετε, αὔριο τὸ πρωὶ θὰ τὰ ποῦμε" σκέφθηκα.

Κατεβήκαμε ἀπ’ τὸ ἴδιο μέρος. Γιὰ νὰ τὴν πάρουμε μαζί μας ἦταν ἀδύνατο γιατί ἡ ὥρα τῆς κυκλοφορίας εἶχε περάσει. Τότε ἀποφασίσαμε νὰ τὴν κρύψωμε μέσα στὴν ἴδια τὴν σπηλιὰ κάτω στὸ ξεροπήγαδο. Κατεβήκαμε σιγὰ-σιγὰ μέχρι κάτω φτάσαμε στὸ χεῖλος τοῦ ξεροπήγαδου καὶ τὴν πετάξαμε ὅπως ἦταν τυλιγμένη σὲ μπόγο μέσα. Ἀκούσαμε τὸν γδοῦπο της καὶ ἡσυχάσαμε.

Ἀνεβήκαμε πάλι καὶ φύγαμε σιγὰ-σιγά, πηγαίνοντας σύριζα στὸν τοῖχο καὶ προσέχοντας μὴν συναντήσουμε καμιὰ Γερμανικὴ περίπολο.

Ὅταν βρισκώμαστε στὴν μέση τοῦ δρόμου περίπου γιὰ τὸ σπίτι μας. Μᾶς σταμάτησε ξαφνικὰ μὲ τὸ πιστόλι στὸ χέρι ἕνας Ἕλληνας ἀστυνομικὸς πού φύλαγε σκοπὸς σ’ ἕνα δημόσιο ταμεῖο.

Στὴν ἀρχὴ σκέφθηκα νὰ τοῦ ἐπιτεθῶ μὲ τὸ μαχαίρι. Ἀλλὰ κατόπιν τοῦ μιλήσαμε εὐγενικὰ καὶ θαρρετὰ καὶ τοῦ δώσαμε νὰ καταλάβη ὅτι πρέπει νὰ μᾶς ἀφήση νὰ πᾶμε στὰ σπίτια μας χωρὶς βέβαια νὰ τοῦ ποῦμε τίποτε γιὰ τὸ ζήτημα τῆς Σημαίας. Μᾶς ἄφησε καὶ φύγαμε. Φτάσαμε στὰ σπίτια μας καθησυχάσαμε τοὺς δικούς μας πού μᾶς περίμεναν γεμάτοι ἀγωνία μὴ ξέροντας πού εἴμαστε. Ὅλην τὴν νύχτα δὲν κοιμήθηκα. Καὶ τὸ πρωῒ ἦρθε ὁ Μανώλης καὶ ἀνεβήκαμε στὴν ταράτσα τοῦ σπιτιοῦ μου καὶ κυττούσαμε τὴν Ἀκρόπολη.

Μέχρι, τῆς 11 π.μ. τῆς 31ης δὲν ὑπῆρχε Σημαία στὴν Ἀκρόπολη. Ὅπως ἔλεγαν τώρα τελευταῖα μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση οἱ Ἕλληνες φύλακες τῆς Ἀκρόπολης. Ἡ Γερμανικὴ φρουρὰ ἡ ὁποία ἀπετελεῖτο ἀπὸ 20 περίπου ἄνδρες τὰ εἶχε χάσει.

Πανικὸς στὸ Γερμανικὸ στρατηγεῖο. Οἱ κοῦρσες πήγαιναν κι ἔρχονταν. Τί ἔγινε ἡ πολεμική τους σημαία; Ποιὸς τόλμησε νὰ τὴν πειράξη;

Κατὰ τὴν 11 ἡ ὥρα πῆγαν καὶ βαλαν μίαν ἄλλη στὴ θέση της πιὸ μικρή.

Μὲ τὶς ἀπογευματινὲς Ἐφημερίδες βροντοφωνήσανε οἱ Γερμανοὶ τὶς κυρώσεις τους. Ἐπῆραν τὰ δακτυλικά μας ἀποτυπώματα ἀπ’ τὸ σιδερένιο κοντὸ καὶ μᾶς κατεδίκασαν ἀμέσως μὲ ἔκτακτο στρατοδικεῖο σὲ θάνατο ἐρήμην (γιατί δὲν μᾶς ἤξεραν). Ἐπίσης ὅλους τούς τυχὸν συνενόχους μας. Μᾶς ἐπικύρηξαν καὶ μὲ χρηματικὸν ποσόν. Περιόρισαν τὶς ὧρες κυκλοφορίας τῶν πολιτῶν καὶ ἀπέλυσαν τὸν Ἀρχηγὸ τῆς Ἀστυνομίας καὶ τοὺς διοικητὲς τῶν Ἀστυνομικῶν τμημάτων τῆς περιφερείας τῆς Ἀκρόπολης.

Ἐπίσης συνέλαβον ὅλους τοὺς ἕλληνας φύλακες τῆς Ἀκροπόλεως τοὺς ὁποίους ὅμως ἄφησαν ἐλευθέρους ἀφοῦ ἐξήτασαν τὰ ἀποτυπώματά τους καὶ τοὺς ἀνέκριναν, τὴν δὲ φρουρὰ τους τὴν κατεδίκασαν εἰς θάνατον καὶ τὴν ἐξετέλεσαν.—

Μοῦ φαίνεται πῶς βγῆκαν λίγο ξυνὰ τὰ γλέντια τῶν Γερμαναράδων γιὰ τὸν θρίαμβο τῆς Κρήτης…. Ἀμέσως τὸ νέο διαδόθηκε σὰν ἀστραπὴ στὴν Ἀθήνα καὶ στὸν Πειραιᾶ καὶ στὰ Περίχωρα καὶ κατόπιν σ’ ὁλόκληρη τὴν Ἑλλάδα. Τὸ Λονδῖνο καὶ τὸ Κάϊρο τὴν ἄλλη νύχτα ἔπλεξαν ἐγκώμια γι’ αὐτό.

Θὰ νοιώσω ἄραγε ἄλλη φορά τὰ συναισθήματα πού ἔνοιωθα ἐκεῖνες τὶς ἥμερες ὅταν ἄκουγα γύρω μου παντοῦ τούς Ἕλληνες μὲ ὑπερηφάνεια καὶ εἰρωνεία γιὰ τοὺς Γερμανοὺς νὰ μιλοῦν γιὰ τὸ γεγονὸς αὐτὸ καὶ νὰ τὸ χαρακτηρίζουν παίρνοντας κουράγιο γιὰ τὴν ἀρχὴ τοῦ καινούργιου πόλεμου τῆς ἀντίστασης; Ἔβλεπες παντοῦ τὸν Κόσμο νὰ ἔχη ἀναθαρρήση: νὰ περπατάη μὲ ψηλὰ τὸ κεφάλι ξέροντας καλὰ ὅτι τὸ καζάνι ἄρχισε νὰ βράζη πάλι....

Κι ἔτσι ἀρχίσαμε....

Ἔπειτα ἀπὸ 8 μῆνες ἐπεχείρησα, νὰ φύγω γιὰ τὴν Αἴγυπτο γιὰ νὰ πάω στὸ στρατὸ νὰ πολεμήσω πιὸ ἐνεργὰ μαζὶ μὲ τὸν Μανώλη κι ἕνα ἄλλο φίλο μου. Μὰ ὕστερα ἀπὸ προδοσία μᾶς ἔπιασαν οἱ Γερμανοί. Μᾶς κλείσανε στὶς φυλακές. Τότε σκέφθηκα ὅτι ἂν εἶχαν τὴν ἐξυπνάδα νὰ παραβάλλουν τὰ δακτυλικά μας ἀποτυπώματα ὅλα τελείωναν. Ἀλλὰ δὲν τὴν εἶχαν εὐτυχῶς.-

Καθήσαμε λίγο καιρὸ στὶς φυλακὲς ὅπου περάσαμε τοῦ κόσμου τὰ μαρτύρια (Ξύλο ἀνηλεὲς σχεδὸν καθημερινὸ ντοὺς μὲ κρύο νερὸ ἔξω στὸ κρύο κ.λπ.) ἀποτέλεσμα τῶν ὁποίων ἦταν ὅταν βγήκαμε τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1942 ὕστερα ἀπὸ μιὰ ἀμνηστεία πού μᾶς συμπεριέλαβε νὰ κάνη ὁ Μανώλης αἱμοπτύσεις.

Μόλις βγῆκα ἀπ’ τὴν φυλακὴ ὀργανώθηκα γιὰ καλὰ (εἶχε φουντώσει ἐν τῷ μεταξὺ τὸ κίνημα τῆς Ἀντίστασης) κι ἄρχισα νὰ κάνω χίλιες δουλειὲς ἀπὸ κόλλημα προκηρύξεων καὶ γράψιμο στὸν τοῖχο μέχρι μεταφορὰ ὅπλων καὶ κρύψιμο κ.λπ.

Τὸ καλοκαίρι τοῦ 1943 ἕνας χαφιὲς τῶν SS μὲ γνώρισε καὶ κουβάλησε ἀρκετοὺς ἀπὸ δαύτους νὰ μὲ πιάσουν. Τοὺς ξέφυγα πηδώντας ἀπὸ παράθυρο σὲ παράθυρο κι ἀπὸ ταράτσα σὲ ταράτσα καὶ βγῆκα στὸ Ἀντάρτικο. Κατατάχθηκα στὸν Ε.Λ.Α.Σ. καὶ τοποθετήθηκα στὴν Περιοχὴ Στερεᾶς Ἑλλάδας.

Ἔλαβα μέρος σὲ ἀρκετὲς μάχες παρατάξεως μὲ τοὺς Ναζίδες καὶ σὲ πολλὲς ἐπικίνδυνες ἀποστολὲς κι ἐκανόνισα ἀρκετοὺς Γερμαναράδες, τραυματίσθηκα δὲ στὸ στῆθος (ἀριστερὸ ἡμιθωράκιο) πάνω ἀπ’ τὴν καρδιὰ ἀπὸ τυφλὸ τραῦμα βλήματος.

Αὐτὴ εἶναι ἡ ἱστορία τῆς συμβολῆς μου στὴν ἀντίσταση τοῦ λαοῦ μας ἐν ὀλίγοις.

Ἀλλά τί εἶναι αὐτά, μπροστὰ στὶς ὑπέροχες σελίδες πού ἔχει γράψει ὁ Ἑλληνικὸς λαός, στὰ τέσσερα αὐτὰ χρόνια, τῆς πιὸ σκληρῆς καὶ ἀνελέητης σκλαβιᾶς, πού εἴδαμε ποτὲ στὴν ἱστορία μας;

Κάθε πέτρα, καὶ κάθε ἀγκωνάρι, κάθε δρόμος καὶ κάθε πεζοδρόμιο ἔχει γραμμένη ἀπάνω μίαν ὁλόκληρη ἱστορία ἡρωϊσμοῦ καὶ θυσίας γιὰ τὴν λευτεριά, ἀπὸ γνωστοὺς καὶ ἄγνωστους μάρτυρες, ἥρωες, ἀτσάλινες ψυχές, πού ξεψυχάγανε προφέροντας τὸ ὄνομα τῆς Ἑλλάδας μας καὶ φωνάζοντας "θάνατος στὸ φασισμό!!!"

Οἱ βουνοκορφὲς πάλι κι οἱ ράχες, ἀχολογοῦν ἀκόμα ἀπ’ τὶς κλαγγὲς τῶν ὅπλων κι ἀπ’ τὰ κλέφτικα τραγούδια τῶν λεβεντόκορμων ἀνταρτῶν καὶ κάθε στενὸ καὶ κάθε ρέμμα μυρίζει μπαρούτι ἀκόμα, ἀπ’ αὐτὸ πού ἔπεφτε καφτὸ ἀπάνω στὶς Γερμανικὲς φάλαγγες κάθε λεπτὸ καὶ τοὺς ἔκανε ἀλαφιασμένοι νὰ μὴν ξέρουν ἀπὸ πού νὰ φυλαχτοῦν, νομίζοντας ὅτι κάθε πεῦκο καὶ κάθε ἔλατο ζωντανεύει κι εἶναι ἀντάρτης, ἐκδικητής!!!

Θὰ μποροῦσα νὰ λέω ὁλόκληρα μερόνυχτα, εἶναι τόσα πολλά...

Λάκης Σάντας"


You Might Also Like

0 σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Δημοφιλείς 30 ημέρες

Δημοφιλείς 7 ημέρες