Τα άγνωστα ημερολόγια ενός αντάρτη. Περικλής Σελίδης (Διοβουνιώτης)



Οταν παραδώσαμε τα όπλα και μετά, οι τότε κυβερνήσεις και δοσίλογοι προδότες μας κυνηγούσαν, μας έδερναν μέσα στα πουντρούμια, στα ξερονήσια και στα στρατοδικεία, μας φώναζαν Οχράνα, Βούλγαροι και ένα σωρό άλλα

Τι καρδιά είχαμε; σιδερένια; Αφού τα τανκς βάζανε με τα μυδράλλια

Τα άγνωστα ημερολόγια ενός αντάρτη

«Ολοι οι εθνοπροδότες ήρθαν στην εξουσία με την επέμβαση των Αγγλων»

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΑΡΤΕΜΗΣ ΨΑΡΟΜΗΛΙΓΚΟΣ

Ο ταχυδρομικός φάκελος που ήρθε από τη Θεσσαλονίκη έκρυβε μέσα δύο κιτρινισμένα τετράδια, την ιστορία μιας ζωής και την «τοιχογραφία» μιας ταραγμένης εποχής.

Περικλής Σελίδης (Διοβουνιώτης)

Τα συνόδευε μια καρτ-βιζίτ με ένα λιτό σημείωμα:

Διάβασα τα απομνημονεύματα του πεθερού μου που βρήκαμε τυχαία και συγκινήθηκα πάρα πολύ. Εγώ δεν είμαι κομμουνιστής. Σκέφθηκα να σας τα στείλω, ίσως σας ενδιαφέρουν και μάλιστα όπως τα βρήκαμε, όχι αντίγραφα.

Ευχαριστώ

Εμπορος, Θεσσαλονίκη

Η οικογένεια, λοιπόν, μετά το θάνατο του «παππού», του γερο-αντάρτη, βρήκε τα δύο ημερολόγια καλά κρυμμένα, με όλους τους «συνωμοτικούς κανόνες», στο βάθος ενός μπαούλου. Τόσο γλαφυρά γραμμένα, τόσο αυθεντικά διατυπωμένα, τόσο σοφά μέσα στην αφέλειά τους και τόσο γοητευτικά μέσα στη σκληρότητα της εποχής, είναι ικανά να συγκινήσουν, όχι μόνον τους συγγενείς αλλά και τους ανθρώπους της άλλης ιδεολογικής όχθης, όπως και να εισφέρουν κάποια ιστορικά ψήγματα στους ερευνητές.

Τηρήσαμε το συντακτικό και τη ροή του λόγου του γράφοντος, ενώ κάναμε τις απαραίτητες ορθογραφικές διορθώσεις διατηρώντας τις πιο χαρακτηριστικές ανορθογραφίες. Τα αποσιωπητικά εντός παρενθέσεως σημαίνουν ότι έχουν αφαιρεθεί επουσιώδεις λεπτομέρειες.

Ιστορία του 2ου Τάγματος 16ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ Βερμίου.

Ο γράφων την Ιστορία.

Περικλής Σελίδης (Διοβουνιώτης)


Στις 27 Απριλίου του 1943, δεύτερη ημέρα του Πάσχα, εγώ και άλλα δύο άτομα -οι δύο είμασταν κάτοικοι από το χωριό Ριζό Εδέσσης- και ο τρίτος από την Αθήνα, τότε το '41 με την πείνα, φύγανε και ήρθα στο χωριό μας το Ριζό.

Τον Αθηναίο τον λέγανε Αντωνάκη, και τον άλλον Θεόδωρο Τσιτλακίδη. Στις 15 Απριλίου οιΓερμανοί ειδοποίησαν τον πρόεδρο του χωριού για επιστράτευση, να στείλει 4 άτομα, μετά το Πάσχα. Ο πρόεδρος του χωριού έδωσε τα δικά μας ονόματα και τα τοιχοκόλησαν στο καφενείο και στην Κοινότητα. Εμείς μόλις το μάθαμε συνενοηθήκαμε να βγούμε αντάρτες στο Βέρμιο. Ο Αντωνάκης και εγώ και ένας Θεοδοσίου Ματθέος είμασταν οργανωμένοι στο Κ.Κ.Ε., εμένα με οργάνωσε ο Θεοδοσίου ο οποίος μετά από ένα χρόνο ήρθε αντάρτης και στη μάχη του Χαϊταρλή Κοζάνης σκοτώθηκε. Ο Αθηναίος ήταν από παλιά οργανωμένος διότι στη συνάντηση που είχε ο πυρήνας μας μάς διάβαζε και δελτίο ειδήσεων για τις μάχες που έδιναν οι αντάρταις. Ο άλλος ο Τσιτλακίδης Θεοδ. δεν ήταν στο κόμμα. Οπως γράφω στην προηγούμενη σελίδα στις 27 Απριλίου, δεύτερη ημέρα του Πάσχα μετά τα μεσάνυχτα, στις 1 (μια) η ώρα, ξεκινήσαμε για το Βέρμιο, φθάσαμε στο χωριό Μέγα Ρέμα, που ήταν στο Βέρμιο.

Εκεί ρωτήσαμε έναν από το χωριό αν ξέρει που βρίσκονται οι αντάρταις για να καταταγούμε, και μας είπε ότι είναι στο χωριό Δριγίλοβο, βέβαια αφού πρώτα συστηθήκαμε -όπως γράφω και στην προηγούμενη σελίδα- ο Αντωνάκης ήταν σε όλα μέσα και αφού ξεκινήσαμε και φθάσαμε κοντά 200 μέτρα, έξω από το χωριό, από ένα ύψωμα που ήταν κοντά στο μονοπάτι, ήταν δύο αντάρτες με τα πολιτικά και με όπλα μας φωνάξανε αλτ και σταματήσαμε και αφού μας ρώτησε που πάμε και τον είπαμε, ότι βγήκαμε για αντάρτες, μας πήρε και μας πήγε στο χωριό, -ο άλλος έμεινε στο ύψωμα παρατηρητής- μας πήγε σε ένα σπίτι που ήταν εκεί ένας με τα πολιτικά, και μας παράδωσε σ' αυτόν. Εκεί είδαμε στο δωμάτιο που έμενε μια αραβίδα Μάλινχερ και φυσεκλίκια κρεμαζμένα στον τοίχο, και καθόταν κοντά σε ένα τραπέζι και διάβαζε. Μόλις μας παρέδωσε ο παρατηρητητής σ' αυτόν και έφυγε αμέσως ρώτησε τον Αθηναίο Αντωνάκη για πιο σκοπό βγήκαμε στο βουνό και μιλούσανε με τον Αντωνάκη διότι αυτός ήταν μεγαλύτερος από εμάς κοντά τριάντα (30) χρόνων, και εγώ που τα γράφω 21 χρόνων.

Μόλις τελείωσαν την συζήτηση, τον Αντωνάκη τον έστειλε πίσω στο χωριό να δουλέψει στην παρανομία στην περιοχή. Από εκεί κατάλαβα ότι ο Αντωνάκης δεν ήταν μόνος πυρηνάρχης μας στο χωριό αλλά ήταν και κάτι παραπάνω. Εμείς οι δύο μείναμε με τους άλλους στο χωριό, καμιά εκατοσταριά (100) αλλά όλοι ήταν Εβραίοι και με τα πολιτικά και χωρίς όπλα, εμείς μόλις τους είδαμε απογοητευτήκαμε. Στις 28 Απριλίου ήρθαν άλλοι δύο (2) για αντάρτες και γινήκαμε τέσσερις (4) Ελληνες και οι άλλοι όλοι Εβραίοι. Μαγείρεψαν πλιγούρι, με κρεατικά, φάγαμε. Μετά το φαγητό ήρθαν δύο αντάρτες ντυμένοι στο χακί, και σταυρωτά τα φισεκλίκια, ο ένας είχε αυτόματο Στάερ και ο άλλος αραβίδα Μάλινχερ με δίκωχο και στέμμα ΕΛΑΣ και με μουστάκια και γενειάδα, πήραμε θάρρος και χαρήκαμε πάρα πολύ και είπαμε «να αυτοί είναι αντάρταις». (...)

Στο χωριό Κάτω Γραμματικό ήταν το συγκρότημα του καπετάν Μαύρου, το πραγματικό του όνομα ήταν Παλαμάς Χρίστος, στον αστικό στρατό ήταν ανθυπολογαχός, ήταν και παλικάρι πολύ τολμηρός. Την ίδια μέρα, μας έβαλε εις φάλαγγα κατά άνδρα και μέτωπο προς αυτόν και μας ρωτούσε έναν έναν για ποιο σκοπό βγήκαμε στο βουνό και από πιο μέρος είμαστε, και αφού είδε ότι μόνο τέσσερις (4) είμασταν Ελληνες και οι άλλοι όλοι Εβραίοι, διάταξε να περάσουμε από το γιατρό του συγκροτήματος -ο γιατρός ήταν ο συναγωνιστής Αλιχανίδης από την Βέροια- και αφού περάσαμε από τον γιατρό κράτησε εμάς τους τέσσερις (4), τους Εβραίους τους έστειλε στο χωριό Κουτσούφλιανη εκεί που ήταν τα Εμπεδα διότι από την ταλαιπωρία που τράβηξαν από τους Γερμανούς όλοι ήταν άρρωστοι. (..)

Το συγκρότημα ήταν σαρανταπέντε (45) αντάρτες και όλοι ντυμένοι στο χακί γιατί πριν είκοσι ημέρες, είχαν χτυπήσει τη Νάουσα και μπήκαν μέσα και εξόντωσαν την λίγη δύναμη των Γερμανών που ήταν μέσα και πήρανε από το εργοστάσιο του Λαναρά υφάσματα και κουβέρτες. (...) Εκεί ακούσαμε και το πρώτο αντάρτικο τραγούδι.

Και τώρα το τραγούδι «Ο κάθε λόγγος»:

Ο κάθε λόγγος το κάθε λαγκάδι έχει ξεχάσει την μαύρη σκλαβιά / ο κάθε γίγας το κάθε παλλικάρι σπέρνει στο δρόμο του την ελευθερία / η Ελλάς φωνάζει η άγια πατρίδα και τα παιδιά της τα προσκαλεί / να μην περάσουν το άγιο της χώμα οι δολοφόνοι οι χιλτερικοί

Ορη και δάση πλέκουν στεφάνια / να στεφανώσουν τον νικητή / και τα πουλια ψηλά στα ουράνια / υμνούν και αυτά τον ελευθερωτή / η Ελλάς φωνάζει (...).

Την άλλη μέρα 30 Απριλίου ήρθε διαταγή από το αρχηγείο Βερμίου που αρχηγοί ήταν ο καπετάν Πέτρος, το πραγματικό ήταν Μόσχος Χρίστος, βέβαια το όνομα του το έμαθα αργότερα. Ηρθε διαταγή να πάμε στο χωριό Περαία κοντά στη λίμνη του Οστρόβου για εμφανίσεις. (...) Μπήκαμε μέσα στο χωριό εις φάλαγγα κατά τριάδες ο κόσμος μόλις μας είδε με βήμα κανονικό και άκουγε και τα τραγούδια που λέγαμε μας χειροκροτούσε και από συγκίνηση δάκρυζαν τα μάτια τους. (...)

Σε δύο (2) ημέρες ήρθε πάλι διαταγή να πάμε στο χωριό Μεσόβουνο και στις 3 του Μάη (...) Εκεί μας χωρίσανε σε ομάδες· εμένα με πήρε στην ομάδα του ο Τίγρης -αυτό ήταν το ψευδώνυμό του- και εμένα με βάφτισε με το ψευδόνυμο Διοβουνιώτης. (...) Το βράδυ ήρθανε και άλλα συγκροτήματα από το Πάικο, Καϊμακτσαλάν και από τα Κρούσια Κιλκίς με τους καπετανέους Στάθη Καραγιώργη και από Κουτσούφλιανη, Ακρίτα, Κολοκοτρώνη και έγινε το αρχηγείο Βερμίου με αρχηγό τον καπετάν Πέτρο. (...). Οπως μάθαμε αργότερα οι Γερμανοί κύκλωναν το Βέρμιο και θα κάνανε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις και εμείς είμασταν οι περισσότεροι άοπλοι και αυτά τα όπλα που είχαμε ήταν με λίγες σφαίρες και παλιά Λέπελ, Μάλιχνερ, ιταλικά και γερμανικά και μερικοί ατομικούς όλμους και τέσσερα πολυβόλα και λίγα οπλοβολυβόλα και όσο για τρόφιμα, από λίγο ψωμί. Και ψείρα μπόλικη. (...)

Ηταν 5 Μαΐου και αφού βαδίζαμε δυτικά στην πλαγιά του Βερμίου και όλο έβρεχε και είμασταν μούσκεμα και όσοι φορούσαμε σκαρπίνια, όπως εγώ, και παλιά (παπούτσια), όλα φύγανε από τα πόδια μας και περπατούσαμε ξυπόλητοι. (...) Ο κάμπος ήταν πλημμυρισμένος από την πολλή βροχή. Τα πόδια μας από κάτω πληγώσανε όσοι είμασταν ξυπόλητοι. (...) Ξημερώματα σε κάτι υψωματάκια του Σινιάτσικου, κάπου κοντά από το χωριό Ποντοκόμη, οι Γερμανοί μας πήρανε είδηση και ήρθανε να μας χτυπήσουν. (...)

Η πρώτη μάχη που έλαβα μέρος αλλά ούτε και δείλιασα καθόλου, διότι από την εξάντληση, τα πόδια πληγωμένα και νηστικοί όπου είμασταν δύο μέρες, το είχαμε πάρει απόφαση και εξάλλου είμασταν εθελοντές δεν μας επιστράτευσαν με το ζόρι. Στην μάχη αυτή είχαμε μόνο έξι (6) αγνοούμενους, οι Γερμανοί είχαν δεκαοκτώ (18) θύματα και είκοσι πέντε (25) τραυματίες διότι μάχονταν όρθιοι. Αυτές ήταν οι πληροφορίες από την πολιτική οργάνωση Κοζάνης. (...) Μόλις ξημέρωσε στις 8 Μαΐου κατά το μεσημέρι μας φέρανε από τα χωριά εκεί κοντά που ήταν ψωμί και τυρί και φάγαμε λίγο όσο για να συνέλθουμε. (...) Κατά τις οκτώ η ώρα φθάσαμε σε κάτι μαντριά. (...) Ο κτηνοτρόφος έβαλε τους τσοπάνους του και έσφαξαν έξι (6) πρόβατα και τα βράσανε και φάγαμε χωρίς ψωμί διότι το ψωμί που είχανε οι τσοπαναραίοι ήταν για μια μέρα, όσο να περάσουν αυτοί, ύστερα ήταν που εμείς είμασταν κοντά τριακόσιοι (300) αντάρτες ίσως και παραπάνω που δεν θα έφτανε ούτε για μυρωδιά. (...) Το δέρμα το κάναμε τσαρούχια για να φορέσουμε όσοι είμασταν ξυπόλητοι. (...)

Κοντά στο μεσημέρι, 9 Μαΐου, φθάσαμε έξω από το χωριό Βλάστη. (...) Μπήκαμε εις φάλαγγα κατά τριάδες μπροστά οι ντυμένοι με χακί και πίσω οι ξυπόλητοι με τα πολιτικά και τελευταία μια διμοιρία πάλι με χακί και με τραγούδια μπήκαμε στο χωριό. Ο κόσμος βγήκε στα πεζοδρόμεια και στα μπαλκόνια και μας χειροκροτούσε. Εκεί ήταν και το συγκρότημα του καπετάν Υψηλάντη και αφού μας διαμοιράσανε στα σπίτια και καθίσαμε μια νύχτα και μια μέρα μας κάνανε τιρλίκια σαν τσαρούχια από βελέντζες για τους ξυπόλητους. Την άλλη μέρα, 12 Μαΐου '43, πήγαμε στο χωριό Πελεκάνο. Μπαίνοντας, βλέπουμε να έρχονται τρία αυτοκίνητα. Οι πιο παλιοί μας είπαν ότι είναι αυτοκίνητα του ΕΛΑΣ. Και πράγματι τον δημόσιο δρόμο από Σιάτιστα - Νεάπολη μέχρι και το Βογατσικό το κατείχε ο ΕΛΑΣ από τις αρχές του 1943. (...) Στη Νεάπολη, το βράδυ είδαμε να έρχονται δύο αγγλικά αεροπλάνα και να ρίχνουν διάφορα πολεμοφόδια και ρούχα και άρβυλα, στο χωριό Αγίαζμα. Εκεί ντυθήκαμε και όσοι ήταν άοπλοι οπλίστηκαν, και από εκεί πήγαμε στο χωριό Σκαλοχώρι. (...) Εκεί καθήσαμε περίπου τέσσερις μήνες σε φυλάκια. Φυλάκια γράφω διότι απ' την άλλη μεριά του Αλιάκμονα ήταν η Καστοριά με Ιταλούς και η Χρούπιστα -νέο όνομα Αργος Ορεστικό- ήταν κομιτατζήδες και τυραννούσαν τον κόσμο. Εκεί μάθαμε και άλλα τραγούδια. Ενα από αυτά και το «Πάψετε να προσκυνάτε»:

Πάψετε να προσκυνάτε άρχοντες για βασιλιά.

/ Σύντροφοι εσείς οι εργάτες διώξτε αυτά τα σκυλιά. / Στους κάμπους βροντάει το κανόνι και στα βουνά κεραυνοί. / Εμπρός επαναστάσεις/ ζήτω βοά του λαού η φωνή / Ορκοι μας θα 'ναι το δρεπάνι, πίστη μας θα 'ναι το σφυρί. / Ορκο καθένας ας κάνει τούτα πιστά να κρατεί. / Περάσαν εκείνα τα χρόνια και ήρθαν νέοι καιροί./ Τρίζουν γκρεμίζονται θρόνοι νέα ζωή προχωρεί.

Στις αρχές Ιουλίου '43 -δεν θυμάμαι ακριβώς ημερομηνία- είμασταν στο φυλάκιο έξω από το χωριό Ασπροκκλησιά (...) το απόγευμα κατά τις 5 η ώρα ήρθε ο καπετάν Κολοκοτρώνης καβάλα σε ένα άλογο και δύο της οργανώσεως, που ήταν και σύνδεσμοι από την Χρούπιστα και δύο γαϊδουράκια φορτωμένα με αυτόματα Στάερ, χιροβονβίδες και πυρομαχικά. (...) Αφού συνταχτήκαμε και με μέτωπο προς αυτόν, μας λέει συναγωνιστές απόψε θα έχουμε ένα μικρό πανηγύρι, αλλά πολύ επικίνδυνη αποστολή, μπορεί και να μην γυρίσουμε πίσω, και γι' αυτό όποιος είναι άρρωστος είτε έχει βήχα είτε τελοσπάντων, φοβάται ας βγει να το πει διότι δεν μπορεί να έχουν την ίδια καρδιά όλοι, αλλά κανένας δεν βγήκε, όλοι μαζί φωνάξαμε θα πάμε. (...)

Κατά το βασίλεμα του ήλιου ξεκινήσαμε. Σουρούπωσε και φθάσαμε στο ποτάμι μας είπε ο καπετάν Κολοκοτρώνης να βγάλουμε τα άρβυλα και τις κάλτσες και να τα ρίξουμε όλοι εκεί σε ένα θάμνο μέσα και αφού πρώτος έβγαλε και έριξε τα δικά του, και μας είπε όποιοι είναι τυχεροί και γυρίσουν με το καλό, τα παίρνουν. (...) Από ένα στενό μονοπάτι μπήκαμε μέσα στην Χρούπιστα και ο οδηγός μας πήγε στο κτίριο που ήταν οι Κομιτατζήδες, οι λεγόμενοι Οχρουνίταις και πριν μας πάρει είδηση ο σκοπός τον πιάσαμε και αφού τον ρώτησε ο Κολοκοτρώνης πώς θα μπούμε μέσα, διότι η πόρτα ήταν κλειστή, είπε ότι επάνω ήταν ο υπαξιωματικός της αλλαγής όταν έρθει η ώρα φέρνει τον άλλον και με αλλάζει, και πάλι κλείνει την πόρτα, και τα κλειδιά τα έχει ο ίδιος. (...) Μας είπε ο Κολοκοτρώνης εμπρός από το σπασμένο τζάμι θα μπούμε μέσα και πρώτος μπαίνει ο ίδιος. (...) Μας λέει μόλις ανεβούμε επάνω και πατήσω το πόμολο της πόρτας και ανοίξω την πόρτα όλοι μαζί θα φωνάξουμε «ψηλά τα χέρια» αν κάνουν πως παίρνουν τα όπλα τους θα πυροβολήσουμε αλλά όχι στο ψαχνό για να τους πιάσουμε ζωντανούς, και αφού ανεβήκαμε επάνω και μπήκαμε μέσα φωνάζοντας «ψηλά τα χέρια» και αυτός που ήταν της αλλαγής διάβαζε περιοδικό μόλις μας είδε, από τον φόβο του έπεσε το περιοδικό από τα χέρια του αλλά μερικοί ξύπνησαν και ψαχούλιζαν να πάρουν τα όπλα τους και να πυροβολήσουν. Οπως και πρόλαβαν και τραυμάτισαν δύο δικούς μας, τον Μπότσαρη στην δεξιά ωμοπλάτη και έναν πρώην χωροφύλακα ξυστά στο κεφάλι. Ο αρχηγός τους όπως πήρε το πιστόλι να πυροβολήσει, ένας δικός μας αντάρτης, ο Πετρίτσης -δεν ξέρω αν ήταν το πραγματικό όνομα- του άρπαξε το χέρι και το έστριψε τόσο δυνατά που έπεσε το πιστόλι. Τότε τον καθάρισε και εμείς θερίζαμε με τα Στάερ. (...) Ολοι οι Κομιτατζήδες που ήταν στο κτίριο ήταν δεκαεπτά (17), δηλαδή μια ομάδα έντεκα (11) άτομα και οι υπόλοιποι ήταν οι αρχηγοί τους. (...) Και έτσι τελείωσε ο αιφνιδιασμός, είχαμε δύο τραυματίες· εμείς πιάσαμε, δύο αιχμαλώτους, πήραμε λάφυρα δύο χότσκες οπλοπολυβόλα, δύο αραβίδες Μάλινχερ, τέσσερα αυτόματα Ιταλικά και πιστόλια. Αφού τελείωσε το πανηγύρι και είχε μαζευτεί κόσμος έξω από το κτίριο, βγήκε στο μπαλκόνι ο Κολοκοτρώνης και φώναξε ποιος είναι ο υπεύθυνος της πόλης να πάει να φέρει ένα σχοινί να φθάσει μέχρι το μπαλκόνι. (...) Εδεσε στο κάγκελο του μπαλκονιού και μας είπε εμπρος από εδώ θα κατεβούμε όλοι. (...)

Οι Ιταλοί μπήκανε μέσα στην πόλη και πήγαν στην πλατεία στο κτίριο και είδαν το σχοινί ανέβηκαν και είδαν τους σκοτωμένους θαυμάζανε και έλεγαν «μπόνο Παρτιζάν Γκρέκο». Θαυμάζανε πως από το σχοινί ανεβήκαμε και τους καθαρίσαμε και δεν μας πήραν χαμπάρι. (...)

Και δυο λόγια για τους Κομιτατζήδες Οχρανίτες που πολεμούσαμε διότι οι σημερινοί νέοι δεν ξέρουν τι ήταν αυτοί. Ηταν Βούλγαροι φασίστες και ήταν μαζί με τους Γερμανούς, Ιταλούς και Παοτσήδες και ήθελαν να οργανώσουν τους Σλαβομακεδόνους της περιοχής και να προσαρτίσουν την Μακεδονία στην τότε φασιστική

Βουλγαρία και αρχηγός τους ήταν ο Κάλτσεφ, αυτοί ήταν οι Οχρανίταις. Και όταν παραδώσαμε τα όπλα και μετά, οι τότε κυβερνήσεις και δοσίλογοι προδότες μας κυνηγούσαν, μας έδερναν μέσα στα πουντρούμια, στα ξερονήσια και στα στρατοδικεία, μας φώναζαν Οχράνα, Βούλγαροι και ένα σωρό άλλα. Αλλά αυτά ας τα αφήσω· ανήκουν στα μετέπειτα σκληρά χρόνια και να συνεχίσω για τις μάχες. (...)

Στις 15 Ιουλίου 1943 είμασταν στο χωριό Ασπροκλησσιά. (...) Ο

παρατηρητής με τα κυάλια φωνάζει, ότι βλέπει μια φάλαγγα Ιταλών που έρχονται από το Αργος Ορεστικό (...) ήταν άνω από χίλιοι. (...)

Ο καπετάν Πέτρος (...) τότε αμέσως παίρνει δύο αντάρτες με αυτόματα και (...) πιάνουν ένα υψωματάκι στα εκατό μέτρα από τους Ιταλούς και τους άρχισαν από τα πλάγια και εμείς κατά μέτωπο

Το βάλαν στα πόδια αλλά και εκεί που πήγαιναν να περάσουν από την γέφυρα τους θέριζε η διμοιρία του Παπαφλέσσα και αφού τελείωσε η μάχη χωρίς να έχουμε κανένα θύμα ούτε και τραυματία. Οι Ιταλοί είχανε πολλά θύματα, τριανταδύο (32) μετρήσαμε εμείς που ήταν σε γυμνό μέρος, και δεκαέξι (16) έπιασε η διμοιρία του καπετάν Παπαφλέσσα και επί δέκα (10) ημέρες οι χωρικοί που πήγαιναν να θερίσουν τα στάριά τους έβρισκαν σκοτωμένους Ιταλούς. (...)

Στις 25 Ιουλίου έρχεται διαταγή από το αρχηγείο να φύγουμε αποστολή ένας λόχος για το Βέρμιο, λόχος γράφω διότι ιδρύθηκαν πλέον λόχοι, τάγματα, συντάγματα, μεραρχίες, τακτικός λαϊκός στρατός με στρατηγό τον Στέφανο Σαράφη και καπετάνιο τον Αρη Βελουχιώτη. (...)

Σιμπτιχτίκαμε στο χωριό Μόρφι και από εκεί στο χωριό Ρουδοχώρι στην Πίνδο· από την πολύ πορεία που βαδίσαμε δύο ημέρες και δύο νύχτες τα πόδια μας από κάτω πληγωθήκανε, όσο για ψωμί και φαΐ είχαμε και το καλαμπούρι μας, κάθε λίγο φώναζε και ένας: ποιος θέλει ψωμί θα το πετάξω, άλλος φώναζε ποιος θέλει τσιγάρο, θα το πετάξω, και άλλος ποιος θέλει νερό θα το χύσω, και με τα καλαμπούρια και την μεγάλη ταλαιπωρία φθάσαμε στο χωριό Ρουδοχώρι εκεί ήταν και σχολή αξιωματικών.

Αφού καθίσαμε μια μέρα και ξεκουραστήκαμε μας δώσανε από μια ντομάτα και λίγο τυρί και φάγαμε. (...)

Η μάχη στα υψώματα Σινιάτσικου απέναντι και ανατολικά του χωριού Μολόχα. (...)

Ξεκινήσαμε για το Βέρμιο για ενίσχυση γιατί οι προδότες Παοτσήδες μαζευτήκανε στην περιοχή Βερμίου και χτυπούσαν το τάγμα του καπετάν Ακρίτα και στα χωριά Ημερα και Σκάφη πιάσανε σε ενέδρα στελέχη του ΕΑΜ και τους σκοτώσανε και έφτιαχναν ένα σωρό αίσχη στην περιοχή. (...)

Τώρα τον δρόμο τον ελέγχουν οι Γερμανοί από Σιάτιστα, Καστοριά διότι η Ιταλία είχε συνθηκολογήσει και στην Καστοριά πήγαν και εγκαταστάθηκαν Γερμανοί. (...) Μόλις προλάβαμε και ανεβήκαμε το ύψωμα οι Γερμανοί άρχισαν να μας βάλλουν και έτσι άρχισε η μάχη και κράτησε μέχρι το μεσημέρι χωρίς να έχουμε θύματα. (...)

Περάσαμε στο ανατολικό μέρος του Σινιάτσικου σε ένα χωριό, εκεί καθίσαμε να νυχτώσει. Μας φέρανε, η πολιτική οργάνωση, σταφύλια και μανούρι και μας τα μοιράσανε και φάγαμε. (...)

Εκεί που βαδίζαμε στον κάμπο από ένα καρόδρομο, δεξιά και αριστερά ήταν αμπέλια με φορτωμένα τσαμπιά σταφύλια σαν κεχριμπάρια, πριν να μπούμε στο δρόμο που περνούσε ανάμεσα από τα αμπέλια, δίνει διαταγή ο καπετάν Κολοκοτρώνης να μην σκύψει να πάρει ούτε μια ρόγα κανείς και η διαταγή από τον έναν στον άλλο έφθασε μέχρι τον τελευταίο της φάλαγγας, διότι αν παίρναμε έστω και από ένα τσαμπί ο καθένας -είμασταν 260 άνδρες- θα άδειαζαν τα αμπέλια από τα σταφύλια, εξάλλου είμασταν Λαϊκός Στρατός και υπήρχαν οι επιμελητείες που μας τροφοδοτούσαν και μια εβδομάδα να είμασταν νηστικοί και περνούσαμε από χωριά δεν ζητούσαμε να φάμε, αυτή ήταν η πειθαρχία μας. (...)

Στο χωριό Πύργος, παλιό Κατράνιτσα, (...) μάθαμε ότι το τάγμα μας έγινε τάγμα κρούσεως και όπου βρούμε τα αποβράζματα της ΠΑΟ να χτυπήσουμε και να τους διαλύσουμε διότι έμπαιναν στα χωριά και άρπαζαν ότι έβρισκαν, σκότωναν και ατίμαζαν, έφτιαχναν ένα σωρό αίσχη. (...)

Ξεκινήσαμε, όλη μέρα βαδίζαμε (...) και τα χαράματα κυκλώσαμε το χωριό και μπήκαμε μέσα χωρίς αντίσταση διότι η αποστολή μας είχε προδοθεί και φύγανε (...) για την Βέροια, και φύγαμε και εμείς και πήγαμε κοντά στη Βέροια (...) μάθαμε ότι οι Παοτσήδες φύγανε από την Βέροια και πήγανε στην περιοχή του Κιλκίς. Ηταν αρχές Σεπτεμβρίου 1943 ξεκινήσαμε και εμείς για την περιοχή του Κιλκίς. (...)

Το χωριό Ριζάρι ήταν καλά οργανωμένο στο ΕΑΜ και στο ΚΚΕ δεν υπήρχε ούτε ένας αντιδραστικός. (...) Μας έφερε και η πολιτική οργάνωση ψωμί, τυρί και σταφύλια, φάγαμε και μετά ξεκινήσαμε κατά τις 10 (δέκα)η ώρα το βράδυ, περάσαμε τον ποταμό Βόδα. (...) Περάσαμε από το χωριό Ομπαρ και από εκεί στο χωριό Ελευθεροχώρι έξω από τα Γιαννιτσά, όπου και ξημέρωσε. (...) Φθάσαμε στο χωριό Βανβακιόι εκεί ξημέρωσε μας μοιράσανε στα σπίτια, μια ομάδα σε κάθε σπίτι. (...)

Κατά τις 11 η ώρα ειδοποίησε ο παρατηρητής ότι έρχονται τρία (3) αυτοκίνητα γερμανικά, και τότε η οργάνωση του χωριού είπε στον καπετάν Κολοκοτρώνη ότι έρχονται την εβδομάδα μια φορά και από το χωριό μας και από τα γύρω χωριά, δίνουν βενζίνα και πετρέλαιο και μαζεύουν κότες και αβγά. Αφού ντύθηκε ο Κολοκοτρώνης ρούχα πολιτικά και παρουσιάστηκε σαν πρόεδρος του χωριού με μερικούς πολίτες, έκανε αλλαγή τα κοτόπουλα και τα αβγά με το πετρέλαιο και την βενζίνη και φύγανε. (...) Δεν τους χτυπήσαμε διότι το χωριό ήταν μέσα σε κάμπο και κοντά στον ποταμό

Αξιό και από μέσα περνούσε δημόσιος δρόμος και θα προδινόταν η αποστολή μας. (...) Περάσαμε έξω από ένα χωριό το Αμάτοβο -νέο όνομα νομίζω το λένε Ασπρο- και φθάσαμε στο χωριό Κιρέτσι -το νέο όνομα δεν το ξέρω- από εδώ και πέρα όλα τα καμποχώρια του νομού Κιλκίς ήταν οργανωμένα στο ΕΑΜ και στο ΚΚΕ αφού προπολεμικώς έβγαζαν και βουλευτή του ΚΚΕ και τη νύχτα που περνούσαμε από τα χωριά, ο κόσμος είχε μάθει ότι θα περάσει το τάγμα του Βερμίου (...) έβγαιναν στον δρόμο και μας έριχναν λουλούδια και μας μοίραζαν ψωμί, τυρί, αβγά και κοτόπουλα βρασμένα και μας χειροκροτούσαν. (...)

Μετά δύο μέρες ξεκινήσαμε για επιχείρηση στο Τουβέ Τεπέ εκεί είχαν μαζευτεί όλοι οι Παοτσήδες με αρχηγούς τον Μήτσου· μετά την απελευθέρωση το ελληνικό κράτος τον έκανε στρατηγό της Χωροφυλακής γιατί ήταν συνεργάτης των Γερμανών και τον Παπαδόπουλο

Κώστα, τον Τσαμαλούκα και τον Παπαβασιλείου και γενικός αρχηγός τους ήταν ο Χρυσοχόου.





Η μάχη του Τουβά Τεπέ

Στις 15 (δεκαπέντε) Σεπτεμβρίου 1943 το βράδυ ξεκινήσαμε από το χωριό Πετράδες (...) Και αφού άρχισε η μάχη όλη μέρα, και τους βγάλαμε από τα πέντε υψώματα και είχαν μείνει ακόμα δύο (2) ειδοποίησαν τους Γερμανούς και Βουλγάρους από τις Μουριές και από την Βιρόνια και ήρθαν το απόγευμα και μας χτύπησαν από τα πλάγια και τότε έγινε πιο σκληρή η μάχη αλλά μόλις βράδιασε φύγανε μαζί με τους Γερμανούς και Βούλγαρους, το πρωί φύγαμε και εμείς για το χωριό Πετράδες. Στη μάχη αυτή είχαμε δύο (2) θύματα και έξι (6) τραυματίες.

Θύματα Παοτσήδων είκοσι δύο (22) σκοτωμένοι και δεκαοκτώ (18) αιχμάλωτοι ανάμεσά τους και ένας λοχαγός. (...)

Βγήκε και ένα καινούριο τραγούδι, και τώρα το τραγούδι:

Του Βέρμιου αντάρτικο είμαστε λεβεντιά / εμείς θα πολεμήσουμε για την Ελευθεριά. / Ω Ελλάδα, πατρίδα μας γλυκιά / για σένα θα πεθάνουμε και για την ελευθεριά. / Την ΠΑΟ

θα συντρίψουμε τον ντόπιο φασιζμό / και ελευθεριά θα δώσουμε στο σκλάβο μας λαό. / Ω, Ελλάδα (...) το ΕΑΜ θα 'ναι οδηγός και ο ΕΛΑΣ φρουρός / τη νίκη θα μας φέρουνε και όλα θα πάνε εμπρός. / Ω Ελλάδα (...)

Η μάχη στα χωριά Κόπροβα και Τριάδα

(...) Σε ένα μικρό χωριό στο μισό της διαδρομής, μας έπιασε μια κατακλυσμιαία βροχή και όπως ήταν και σκοτάδι ο οδηγός έχασε το μονοπάτι και καθυστερήσαμε μια (1) ώρα. (...)

Φθάσαμε στις 4 με 5 η ώρα και άρχισε η μάχη αλλά τα χωριά αυτά ήταν σε κάμπο Γερμανών που μέσον της οργανώσεως (οι χωριάτες) το σκάσανε και βγήκανε στο βουνό Κρούσια, και επειδή τα όπλα που είχαν ορισμένοι δικοί μας ήταν Μάλινχερ, είχαν τελειώσει οι σφαίρες και δεν υπήρχαν τα πήραν οι Ρώσοι και άνοιξαν τις θαλάμες και τις ραβδώσεις και τα κάνανε να πάρουν σφαίρες ιταλικές, που είχαμε μπόλικες. (...)

Η μάχη του Βουρλάν

Στις 18 (δεκαοχτώ) Οκτωβρίου '43 ξεκινήσαμε νύχτα και πήγαμε και κυκλώσαμε το χωριό και το πρωί τους ειδοποιήσαμε να παραδοθούνε και δεν θα τους πειράξαμε αλλά αυτοί μας βάλλανε με καταιγιστικά πυρά (...) σκοτώθηκε ένας Ελασσίτης, Δάσκαλε τον λέγαμε, δεν ξέρω αν ήταν στον πολιτικό του βίο δάσκαλος. (...)

Τότε διέταξε ο Κολοκοτρώνης γενική επίθεση και μπήκαμε μέσα στο χωριό και βάλαμε φωτιά στο σπίτι από εκείνο που σκότωσαν τον Δάσκαλο. (...) Πιάσαμε έντεκα (11) αιχμαλώτους και επτά (7) τραυματίες που όταν φύγαμε τους αφήσαμε να τους περιποιηθούν οι χωρικοί.

Νεκροί Παοτσήδων δεκαεπτά (17) και αυτοί που ήταν μέσα στο σπίτι και σκοτώσανε τον Δάσκαλο (...) βάλαμε φωτιά κάηκαν μέσα διότι μέχρι την ώρα που την βάλαμε ήταν μέσα και μας βάζανε και ορισμένοι κατόρθωσαν από ένα μέρος να φύγουν. (...)

Η μάχη στο χωριό Αγιος Πέτρος και Παύλος

Στις 20-21 Οκτώβρη ξεκινήσαμε από την Ποντοκερασιά. (...) Την άλλη μέρα χαράματα πήγαμε και τους χτυπήσαμε έγιεν σκληρή μάχη και κράτησε τέσσερις ώρες. Στην μάχη αυτή είχαμε οκτώ (8)θύματα και ο εχθρός εβδομήντα (70) αιχμαλώτους και είκοσι δύο (22) νεκρούς. Οι αρχηγοί τους Μήτσου και Τσαμαλούκας ντυθήκανε ρούχα γυναικεία και φύγανε και τα ρούχα τους τα πήρανε δύο αντάρτες δικοί μας και τα φορέσανε, ήταν ρούχα αξιωματικών της Χωροφυλακής. Οι 70 αιχμάλωτοι δέχτηκαν και έμειναν μαζί μας. Οσοι Παοτσήδες φύγανε, ανασυντάχθηκαν και φύγανε για τη Χαλκιδική. (...) Περάσαμε από τα χωριά Περιστέρι και Κριθιά. (...)

Στην Οσσα καθίσαμε δύο ώρες και από εκεί ξεκινήσαμε και περάσαμε από τις Νυφόπετρες, την Λίμνη του Λαγκαδά και τη Βόλβη. (...) Το πρωί φθάσαμε στο χωριό Ριζά Χαλκιδικής εκεί καθίσαμε περίπου δύο μήνες. (...)

Η πρώτη μάχη ήταν στο βουνό Χορτιάτη με τους Παοτσήδες αλλά δεν κράτησε πολύ διαλυθήκανε. Η δεύτερη επιχείρηση ήταν στον Πολύγυρο Χαλκιδικής. (...) Αφού κόψαμε και τα τηλεφωνικά καλώδια, μπήκαμε μέσα, φθάσαμε στην πλατεία εκεί ήταν μια ομάδα Γερμανών στο καφενείο, και μπροστά στο δρόμο ήταν έξι (6) αυτοκίνητα γερμανικά γεμάτα τρόφιμα, λάδια, σαπούνια, ελιές, σαρδέλλες παστές και κονσέρβες. (...) Μας είδαν οι Γερμανοί αρματωμένους σήκωσαν τα χέρια και χαιρέτισαν τον καπετάν Κολοκοτρώνη και είπαν «κουτ παρτιζάν» και έτσι τελείωσε και αυτή η επιχείρηση χωρίς κανένα πυροβολιζμό. (...) Πίάσαμε και όλοι την Χωροφυλακή μαζί με τους αξιωματικούς, σύνολον εβδομήντα (70) τους πήραμε μαζί μας. (...)

Πήγαμε στο χωριό Ριζά, εκεί δώσαμε και στους χωρικούς διάφορα τρόφιμα και εμείς είμασταν εφοδιασμένοι για ένα μήνα τρόφιμα. Τους χωροφύλακες τους έβαλε ο Κολοκοτρώνης σε ομάδες αξιωματικούς. Αργότερα που ιδρύθηκε η πολιτοφυλακή πήγαν στην πολιτοφυλακή. (...) Τις γιορτές των Χριστουγέννων του '43-44 μετά ήρθε διαταγή να επιστρέψουμε στο Βέρμιο στα λημέρια μας. (...)

Εξω από το χωριό Βαμπάκιο στους πρόποδες του Πάικου μας πήρανε είδηση οι Γερμανοί και οι Παοτσήδες και μας επιτέθηκαν και άρχισε η μάχη αλλά δεν κράτησε πολύ.

Εμείς μαχόμενοι συνμπτιζόμασταν προς τα λιβάδεια του Πάικου και αυτοί γυρίσανε πάλι στο χωριό και τελείωσε η μάχη χωρίς κανένα θύμα. (...) Στις 20 με 21 Ιανουαρίου το βράδυ (...) κατά τις 7 η ώρα πήγαμε και τους χτυπήσαμε μέσα στο χωριό Ομπαρ στα πρώτα σπίτια, αλλά σε μερικά μέρη του χωριού ήταν οχυρωμένοι καλά και κράτησε η μάχη περίπου τέσσερις (4) ώρες χωρίς καμμιά απώλεια από την πλευρά μας αυτοί είχαν 29 νεκρούς πιάσαμε 32 αιχμαλώτους και οι υπόλοιποι με τα πρώτα πυρά φύγανε και πήγανε στα Γιαννιτσά. (...)

Η μάχη στο χωριό Χαϊταρλή Κοζάνης

Στις 22 (είκοσι δύο) Μαρτίου 1944 το βράδυ ξεκινήσαμε όλο το τάγμα από Κατράνιτσα στο χωριό Μεσόβουνο. (...) Την άλλη μέρα το απόγευμα αφού συγκεντρωθήκαμε στην πλατεία του χωριό Φραγκότσι και μας μίλησε ο καπετάν Κολοκοτρώνης, για την επόμενη μέρα που ήταν 25 Μαρτίου, για του ήρωες του '21 και για τον απελευθερωτικό αγώνα που κάναμε, και για τους προδότες της ΠΑΟ που συνεργαζόταν με τους Γερμανούς, και είπαμε και μερικά τραγούδια του αγώνα. Το βράδυ κατά τις εννιά με δέκα η ώρα ξεκινήσαμε για το χωριό Χαϊταρλή.

Το κυκλώσαμε, άρχισε και η μάχη. (...) Σε όποιο σπίτι βρίσκαμε μεγάλη αντίσταση του ρίχναμε πουρλότο (βόμβες Μολότοφ). (...) Ορισμένοι μπήκαν μέσα στην εκκλησία και μας βάζανε από τα παράθυρα, αλλά δεν τους πειράξαμε ενώ άμα θέλαμε τους ανατινάζαμε. (...) Θύματα είχαν πολλά οι Παοτσήδες και εμείς είχαμε έναν βαρειά τραυματία που την άλλη μέρα πέθανε και τον θάψαμε στο χωριό Φραγκότσι. (...)

Η μάχη στα χωριά Ακρινή, Αγιος Δημήτριος

Στις 2 (δύο) Απριλίου 1944 το βράδυ ξεκινήσαμε από το Φραγκότσι φθάσαμε στα χωριά που ήταν σχεδόν ενωμένα, εκεί είχαν μαζευτεί οι Παοτσήδες, τους χτυπήσαμε και τους διαλύσαμε, άλλους πιάσαμε και άλλοι σκοτώθηκαν. (...) Πιάσαμε τα υψώματα και άρχισε η σκληρή μάχη με τους Γερμανούς, το βράδυ συνμπτιχθήκαμε και ανεβήκαμε στα Πριόνια επάνω στο Βέρμιο, εκεί ήταν τα θερινά ανάκτορα του βασιλέα Γλίγξμπουργκ, δώδεκα βίλες που παραθέριζε προπολεμικώς τα καλοκαίρια με το σκυλολόι του. Ολη η περιοχή γύρω γύρω ήταν όλο πεύκα, τα νερά σφυρίζανε, τα πουλιά κελαηδούσαν, ήταν ένας παράδεισος, τέλειος. Εδώ στα Πριόνια καθίσαμε μια ημέρα και μια νύχτα νηστικοί. (...)

Εδώ ίσως ορισμένοι που θα διαβάσουν την ιστορία αυτή να πούνε «καλά, αφού χτυπήσατε στα χωριά γιατί δεν πήρατε τρόφιμα και μείνατε δύο ημέρες νηστικοί». Και απαντώ, ο ΕΛΑΣ ήταν λαϊκός στρατός, και αν δεν μας έδινε ο λαός δεν αγγίζαμε τίποτα, ας είμασταν δύο και τρεις ημέρες νηστικοί, εξάλλου υπήρχε και η ΕΤΑ, η οργάνωση. (...)

Η μεγάλη επιχείρηση του Βερμίου

23 Απριλίου το 1944 είμασταν δύο τάγματα του Βερμίου 2ο και 3ο. (...) Μας είδοποίησαν, η Πολιτική Οργάνωση, ότι μια μεραρχία περίπου είκοσι δύο χιλιάδες (22.000) Γερμανοί κύκλωσαν το Βέρμιο και θα κάνανε εκκαθαριστική επιχείρηση. (...) Πάρθηκε η απόφαση να δώσουμε τη μάχη. (...) Η διμοιρία, η δικιά μας, είμασταν σε ένα ύψωμα απέναντι από την Κατράνιτσα, και μετά την τρίτη ημέρα του Πάσχα άρχισε η μάχη. (...)

Βέβαια δεν ήταν μόνο το πυροβολικό τους ήταν και οι όλμοι, τα μυδράλια, ερχόταν κάπου κάπου και δύο αεροπλάνα και μας μυδραλιοβολούσαν. (...) Ευτυχώς είχε ομίχλη και δεν μας έβλεπαν τα αεροπλάνα. (...) Αλλά ως εκ θαύματος μόλις φύγαμε και ανέβηκαν οι Γερμανοί στο ύψωμα, όπως ήταν και γυμνή η κορυφή αμέσως έφυγε η ομίχλη και ο σκοπευτής πήγε στο άλλο ύψωμα, τους είχε στα ογδόντα μέτρα περίπου και τους θέριζε με τα οπλοπολυβόλα. (...) Πριν πιάσουμε το ύψωμα Μαύρη Πέτρα ανέβαιναν από την άλλη πλαγιά δύο (2)Γερμανοί, αλλά μόλις ανεβήκαμε εμείς οι Γερμανοί σήκωσαν τα χέρια, παραδόθηκαν. (...)

Είχαμε έναν αντάρτη πρώην χωροφύλακα, ήξερε τα γερμανικά και ο καπετάν Στάθης τον είχε σαν διερμηνέα και πήρε πληροφορίες, διότι όπως έγραψα και πιο πάνω είχε χάρτη και πιστόλι φωτοβολίδων και ήταν στην διοίκηση και είπε ότι τον πατέρα του τον είχε φυλακίσει ο Χίτλερ γιατί ήταν κομουνιστής και είπε που είχαν ακριβώς περισσότερες δυνάμεις οι Γερμανοί για να κατεβούμε στον κάμπο. (...)

Τη Νάουσα την είχαμε σε απόσταση πεντακόσια μέτρα, όλη ημέρα είμασταν κρυμμένοι χωρίς καμιά κίνηση εκεί ντύθηκαν δύο Ναουσαίοι αντάρτες με πολιτικά και πήγαν στη Νάουσα συνδέθηκαν με την οργάνωση. (...) Τέλος, κατά το μεσιμέρι βλέπουμε να έρχονται ανά δύο, κοπέλες-Επονίτισσες, με το καλάθι στο χέρι και την τσάπα στην πλάτη, μας φέρανε ψωμί, τυρί και μαρμελάδα και φάγαμε. (...) Δηλαδή, είμασταν μέσα στους Γερμανούς νηστικοί και βρεμένοι όλη μέρα από καμιά φορά βγαίναμε από το δάσος σκυφτοί, παίρναμε κανά πράσο και τρώγαμε. (...) Τέλος μέσω οργανώσεως Αγγελοχωρίου περάσαμε με βάρκες εκατόν ογδόντα αντάρταις ανά δέκα άνδρες σε κάθε βάρκα. Ηταν 20 Απριλίου το '44, και αφού περάσαμε το κανάλι και έξω από το χωριό πεντακόσια μέτρα περίπου λημεριάσαμε. (...) Ολοι κρυμμένοι και συνέχεια έβρεχε και είμασταν μούσκεμα, το μεσημέρι μας έφεραν από το Αγγελοχώρι φασολάδα και φάγαμε. (...)

Μαζευτήκαμε όλοι σε ένα μέρος και μας μιλήσε ο καπετάνιος και μας είπε: συναγωνιστές οι Γερμανοί μάθανε πως κατεβήκαμε στον κάμπο και κατεβαίνουν και αυτοί και πρέπει να διαλυθούμε. Οσοι είναι από δω γύρω, από τους νομούς Πέλλης, Βέροιας, Ναούσης, Γιαννιτσά, ανά δύο άτομα να πάρουμε μαζί και άλλα δύο που είναι από μακριά (...) και να κρυφτούμε γύρω στα χωριά τους, ώσπου να ξανασυγκροτηθούμε πάλι στο Βέρμιο. Και αφού άρχισε η διάλυση με δάκρυα στα μάτια αποχαιρετιστήκαμε. (...) Κρυφτήκαμε, σε ένα χωράφι μέσα, που ήταν στάρι στον καρπό και τρώγαμε πασάκι στάρι, το τριβάμε μεσ' την παλάμη και το τρώγαμε σπυρί σπυρί. (...) Κατά το μεσημέρι έρχονται από την Βέροια καμιά διακοσαριά Παοτσήδες και αφού κατεβαίνουν ακροβολισμένοι από το κανάλι και προχωράνε προς εμάς έξω δίπλα από το δάσος τους φώναξε ο καπετάνιος τους να μπούνε μέσα στο δάσος αλλά αυτοί δεν έμπαιναν, μάλωναν αναμεταξύ τους και βριζόντουσαν, αναμεταξύ τους τουρκικά, διότι οι περισσότεροι ήταν τουρκόφωνοι. (...) Το βράδυ ήρθε ο αντάρτης που στείλαμε στο χωριό για τρόφιμα έφερε ένα πρόβατο, σφαγμένο. (...)

Ανθυπολοχαγό είχαμε τον Χορτιάτη που ήταν στρατιωτικός, καπετάνιο διμοιρίας είχαμε τον Αγρα από τη Νάουσα και πολιτικός του ΕΑΜ ήταν ο Κώστας Βοιάτσης από τα Κουφάλια Θεσσαλονίκης. (...)

Εγώ πήρα δύο (2) ξένους, έναν από το Κιλκίς και τον Σαμιώτη, ο Κώστας Βοιάτσης πήρε μαζί του έξι (6) άτομα μαζί και ο Χορτιάτης με άλλα τρία άτομα και πήραν κατεύθυνση για τα Κουφάλια. (...) Εγώ με τους δύο και ο Αγρας με άλλα έξι (6) άτομα φύγαμε μαζί μέχρι το Αγγελοχώρι αλλά τέτοια στενοχώρια, τέτοια συγκίνηση δεν έτυχα καμιά φορά στη ζωή μου. (...) Εκείνη τη στιγμή που χωρίζαμε, αποχαιρετιόμασταν αναμεταξύ μας, σε μικροομάδες και φιλιόμασταν και δάκρυσαν τα μάτια μας και ευχόμασταν καλή τύχη και ξανά συνάντηση στο Βέρμιο και χωρίσαμε, η ώρα ήταν εννιάμιση με δέκα 3-4 Μαΐου το '44.(...)

Βλέπουμε να έρχονται παιδιά και δύο άνδρες έρχονταν με τα βόδια τους να τα βοσκήσουν. (...) Ο ένας με γνώρισε διότι τα χωριά μας είχαν μια απόσταση το ένα με το άλλο και γνωριζόμασταν πριν να βγω αντάρτης. (...) Μόλις με είδε τρόμαξε «εσύ, λέει, εδώ πως έτσι;» Ρώτησα τι γίνεται στα χωριά, στο Ριζό και στην Πετριά και ποιος είναι υπεύθυνος του κόμματος και αν υπάρχουν Γερμανοί και που έχουν φυλάκια. (...) Εχουν φυλάκια στις δύο γέφυρες της σιδηροδρομικής γραμμής. (...)

Τις ήξερα πολύ καλά. (...)

Ανέβηκα επάνω στην γραμμή και κοίταξα γύρω δεν υπήρχε τίποτα μόνον στα πεντακόσια μέτρα που ήταν η γέφυρα ακουγόνταν οι Γερμανοί. Αμέσως τους σφύριξα ψεύτικα να έρθουν. (...) Περάσαμε την σιδηροδρομική γραμμή με αυτόν τον τρόπο περάσαμε και τον δημόσιο δρόμο (...) τους πήγα στο οικόπεδο του σπιτιού μας τους είπα να κάτσουν εκεί να φάνε και κρεμμυδάκια φρέσκα που είχε μέσα στο οικόπεδο. (...) Χτύπησα την πόρτα του σπιτιού μας ήρθε και με άνοιξε ο πατέρας μου μόλις με είδε με αγκάλιασε και μου είπε πως «ο αδελφός μου έχει μια βδομάδα που ήρθε και εσύ δεν φάνηκες και νομίσαμε σκοτώθηκες». (...) Τέλος, γύρισα και πήγα και έφερα και τους άλλους δύο στο σπίτι.

Εκείνη τη στιγμή ήρθε ο αδελφός μου ο Θεοχάρης και οι υπόλοιποι συγγενείς και μας είδαν και κλαίγανε. (...) Σε ένα σπίτι στην άλλη άκρη του χωριού ήταν ο Καρατζάς με μια διμοιρία. Είπε άμα θέλαμε να πάμε και πριν καλά καλά με δουν οι δικοί μου σηκωθήκαμε και φύγαμε. (...)

Αμέσως έτρεξαν και μας αγκαλιάσαν και μας φιλούσαν διότι η επιχείριση του Βέρμιου ήταν τέτοια που δεν ελπίζαμε να ζήσουμε και να ξανασυναντηθούμε. Εκεί μάθαμε και για τον καπετάν Κολοκοτρώνη που είχε σπάσει τον κλοιό των Γερμανών και κατέβηκε στον κάμπο. (...) Και από εκεί φύγανε για την Ελεύθερη Ελλάδα. Αφού μείναμε με την διμοιρία του Καρατζά 25 άνδρες και εφοδιαστήκαμε με πυρομαχικά γίναμε απόσπασμα κρούσεως, πηγαίναμε να ανατινάξουμε γέφυρες. (...) Πηγαίναμε και χτυπούσαμε. Την ημέρα είμασταν κρυμμένοι στους πρόποδες του Προφήτη Ηλία. (...) Ξαναήρθε ο καπετάν Κολοκοτρώνης με τους άλλους και το μάθαμε. Πήγαμε και εμείς και τους βρήκαμε στο χωριό Μέγα Ρέμα. Σε δύο μέρες ήρθαν και άλλες δυνάμεις από αυτές που είχαν διαλυθεί στον κάμπο και ξανά συνγκροτίθικε το τάγμα. (...) Στο Αγγελοχώρι είχαν πάει οι Πουλικοί (...) και τους χτύπησαν από βορρά (...) κατά τις οκτώ η ώρα και άρχισε η σκληρή μάχη, σε όποιο σπίτι βρίσκαμε μεγάλη αντίσταση το ανατινάζαμε και τους εξολοθρεύαμε. (...)

Τότε αμέσως βγάλανε οι δικοί μας αυτό το τραγούδι που γράφω:

Ηθέλησε τ' Αγγελοχώρι να κάνει τον εθνικιστή / τον Πούλιο να υποστηρίξει αυτόν τον παλιοφασιστή / και ακούγονται ριπές, όλμοι και τουφεκιές / τ' Αγγελοχώρι άναψε φωτιές.

Εκεί που τρώγαν εκεί που πίναν / και την περνούσαν μια χαρά / εμπήκαν οι αντάρτες μέσα / και τους εβάλανε φωτιά./ Ακούγονται ριπές, όλμοι και τουφεκιές/ τ'

Αγγελοχώρι άναψε φωτιές. (...)

Ιούνιος μήνας '44, μπαίνουμε μέσα στην Βέροια συλλαμβάνουμε προδότες άλλος λόχος χτυπάει τους Ιταλούς που φυλάγανε στο Ινστιτούτο που είχαν αποθήκες πυρομαχικών. (...)

Πήγαμε και στήσαμε ενέδρα ανάμεσα στο χωριό Γεωργιάνη και Τριπόταμο εκεί κατά τις 10 (δέκα) το πρωί θα περνούσαν έξι αυτοκίνητα με Γερμανούς και ένα τζιπ. (...) Αφού τους αφήσαμε και μπήκανε μέσα στον κλοιό άρχισε η μάχη επί μισή ώρα. Τους σακατέψαμε, πιάσαμε δώδεκα (12) Γερμανούς και τον διερμηνέα, σκοτωμένοι Γερμανοί εβδομήντα τρεις (73). (...) Αν ήταν Ιταλοί θα τους πιάναμε ζωντανούς όλους, διότι οι Ιταλοί άμα πέφτανε σε ενέδρα παραδιδόντουσαν αλλά οι Γερμανοί πολεμούσαν. (...)

Τον Ιούλιο του '44 φύγαμε από το Βέρμιο και φθάσαμε στη Δεσκάτη (...) ακροβολιζμένοι πιάσαμε ένα ύψωμα που ευτυχώς δεν το είχαν πιασμένο οι Γερμανοί και είχαμε πλέον τους Γερμανούς μέσα σε κλοιό, στα διακόσια μέτρα. (...) Επί μια ώρα περίπου κράτησε η μάχη, μεταξύ μας. Εκεί να δεις, πως το βάζουν στα πόδια οι Γερμανοί, οι φτέρνες χτυπούσαν στις πλάτες και έτσι γλύτωσε το χωριό Λιάκα Κερασιά από το κάψιμο. Πιάσαμε 12 Γερμανούς αιχμαλώτους, 63 σκοτωμένοι. (...)

Επιχείρηση της Βέροιας

Μπήκαμε μέσα στην πόλη από ανάμεσα σε φυλάκια και δεν μας πήραν χαμπάρι. Η μάχη άρχισε μεταξύ των δύο λόχων του ΕΛΑΣ και των Γερμανών στη στρατώνα και στον σταθμό. (...) Εμείς, η διμοιρία μας είμασταν μέσα στην πόλη και συλλάβαμε τους επικίνδυνους προδότες. (...)

Κοντά στα χαράματα ξεκινήσαμε και πήγαμε μέσα στο Σταυρό που ήταν και ακατοίκητο χωριό διότι ήταν καμμένο. (...)

Είχε πάει η ώρα 9-9.30 ίσως και δέκα ακούσαμε μια βοή, ερχόταν τα αυτοκίνητα. (...) Και αφού ήρθε η γερμανική φάλαγγα και μπήκε μέσα στο Σταυρό (...) σταμάτησε και ορισμένοι Γερμανοί κατέβαιναν να κατουρίσουν. Ενας Γερμανός όπως κατέβηκε και πήγε κοντά στον φράχτη να κατουρίσει θα κατουρούσε στο κεφάλι του αντάρτη και ο αντάρτης τράβηκε το κεφάλι του αλλά ο Γερμανός τον είδε με την κίνηση που έκανε και πήγε να τραβήξει το πιστόλι του να τον πυροβολήσει αλλά ο αντάρτης είχε το όπλο του έτοιμο και τον πυροβόλησε. Αυτό ήταν. Και άρχισε μια σκληρή μάχη, άλλος στο ένα μέτρο. (...) Οι Γερμανοί που ήταν στα αυτοκίνητα πηδούσαν κάτω για να πιάσουν θέσεις αλλά δεν προλάβαιναν και πέφτανε νεκροί.

Το βαρύ πολυβόλο που ήταν στο καμπαναριό επάνω και έβαζε από εκεί στα αυτοκίνητα και τα τέσσερα (4) πήραν φωτιά και γινόταν χαλασμός. (...)

Απέναντι είδε 3 Γερμανούς αξιωματικούς ο Κολοκοτρώνης και φώναξε στην ομάδα διοικήσεως ακολουθήστε με να τους πιάσουμε και πετάχτηκε απάνω στην άσφαλτο με το πιστόλι φωνάζοντας «ψηλά τα χέρια» και οι Γερμανοί τα σήκωσαν. Από αντίκρυ που ήταν ένας Γερμανός ξαπλωμένος με το μυδράλλιο τον έριξε και τον πήρε η ριπή στην κοιλιά. (...) Για τον τραυματισμό του Κολοκοτρώνη το μάθαμε εμείς μετά την σύνπτιξη όταν φθάσαμε στην Φυτιά Βέροιας. Η Μάχη κράτησε περίπου μια ώρα και θα είχε παρά πολύ μεγάλη επιτυχία αν δεν ερχόταν ενίσχιση από την Χαλκηδόνα. (...) Βρήκανε το έδαφος ελεύθερο άρχισαν να μας χτυπούν απ' τα πλάγια, στα νότια από το χωριό ευτυχώς που ήταν θυμωνιές από άχυρα που είχαν αλωνίσει ή πετάξει και πήρανε φωτιά από τα τουμ-τουμ τις σφαίρες και τα βλήματα που βάζανε και γέμισε ο τόπος από καπνό και μέσα από τον καπνό φύγαμε και δεν μας έβλεπαν οι Γερμανοί. (...)

Περάσαμε απάνω από την Βέροια και φθάσαμε στο χωριό Φυτιά εκεί μας ειδοποίησαν να πάμε στη Νάουσα διότι ο Κολοκοτρώνης ήταν πολύ βαριά και δεν είχε σωτηρία. Εκεί εγκατασταθήκαμε στα εργοστάσια του Λαναρά, εκεί δίπλα ήταν και το ιατρείο που είχαν τον Κολοκοτρώνη που μετά δύο ημέρες από τον τραυματισμό του πέθανε. Είχε χάσει ο ΕΛΑΣ έναν από τους καλύτερους καπετανέους διότι όπου άκουγαν οι Παοτσήδες, Γερμανοί και Ιταλοί και Οχρανίταις «έρχεται ο Κολοκοτρώνης με το τάγμα του» το βάζανε στα πόδια. (...)

Την επόμενη ημέρα μετά την κηδεία του Κολοκοτρώνη που έγινε με μεγάλη επισημότητα με όλους τους καπετανέους της 10ης Μεραρχίας μας φέρανε άλλον ταγματάρχη στη θέση του. (...) Μας μίλησε και ο καπετάν Μαρίνος που ήταν και πολιτικός του κόμματος και μας είπε από τώρα και στο εξής θα έχουμε σκληρές μάχες στον κάμπο και μέσα στις πόλεις οδομαχίες την ημέρα και όπως και άρχισαν μετά δύο ημέρες. Τότε βγήκε και ένα τραγούδι.

Εμπρός παιδιά όλοι μαζί για την Θεσσαλονίκη / να ιδούνε τ' ακαθάρματα πως φέραμε τη Νίκη./ Ενας είναι μόνο ο σκοπός μας/ θανάτος στο φασιζμό ένας ο σκοπός μας/ λευτεριά εις το λαό. / Φασίστες ενομίσανε πως βρήκαν ευκαιρία / να κάνουν την Ελλάδα μας όλο νεκροταφεία. / Ενας είναι (...) / Ζητούν εκδίκηση αυτοί που πέσανε για μας / Εμπρός Παιδιά μην κάΘεστε ταχθείτε στον ΕΛΑΣ.

Η μάχη έξω από την Καριώτιτσα

(...) Στήσαμε ενέδρα κοντά στο δημόσιο δρόμο που έρχεται από την Σκύδρα και πάει για τα Γιαννιτσά στο ενδιάμεσο από το χωριό Αγιος Λουκάς, Λιπαρό και Καριώτιτσα. (...) Εγώ με την ομάδα μου είμασταν δίπλα στον καπετάν Μαρίνο γερός καπετάνιος, παλλικάρι. Κατά τις δέκα η ώρα έφθασε η μεγάλη φάλαγγα Γερμανοί και Παοτσήδες, μπροστά πήγαιναν δύο τανκς και από πίσω Γερμανοί και Παοτσήδες και πιο πίσω οι οικογένειες των Παοτσήδων με τα κάρα φορτωμένα με πλιάτσικα, από πάνω σκεπασμένα με αντίσκηνα και μπροστά σε κάθε κάρο είχαν και κρεμασμένες την εικόνα της Παναγίας και του Χριστού. Οι λεγόμενοι καλοί Χριστιανοί. Αυτά τα είδαμε βέβαια όταν τα αιγχαμαλωτίσαμε. Στις δέκα η ώρα όπως γράφω πιο πάνω άρχισε η μάχη. Οι Γερμανοί και Παοτσήδες ταμπουρώθηκα δίπλα στο δημόσιο που ήταν χαντάκια και εμείς σε γυμνό μέρος μέσα στα χωράφια και έγινε μια μάχη που ακόμα και τώρα που την γράφω αναρωτιέμαι: Πώς; τι καρδιά είχαμε; σιδερένια; Αφού τα τανκς βάζανε με τα μυδράλλια. (...)

Εκείνη την στιγμή ακούω τον καπετάν Μαρίνο να μας φωνάζει όρθιος με το πιστόλι στο χέρι «Εμπρός επίθεση, απάνω τους παιδιά». (...) Εκείνη τη στιγμή από μέσα από τους θάμνους βγήκαν δύο Γερμανοί και παραδόθηκαν. (...)

Στο χωριό όταν πήγαμε είδαμε και τους Παοτσήδες και τους Γερμανούς με το πυροβόλο και τα κάρα φορτωμένα με πλιάτσικα. Ραφτομηχανές, διάφορα μουσικά όργανα, γραμμόφωνα και προίκες κοριτσιών. Βούτυρα, τυριά και διάφορα άλλα. (...) Στο ενδιάμεσο Καριώτιτσα, Γιαννιτσά όπου είχε ενέδρα το 30ό Σύνταγμα και από εκεί μέχρι την Χαλκηδόνα τους χτυπούσε το 30ό Σύνταγμα του ΕΛΑΣ. (...)

Δίνει διαταγή ο καπετάν Μαρίνος να συγκεντρωθούμε όλοι κατά τριάδας. (...) Μας μίλησε και μας είπε πάλι για τις σκληρές μάχες που θα δώσουμε. (...) Και είπε: «Απευθύνομαι κυρίως στους νέους που κατατακτήκανε αυτές τις ημέρες· αν φοβούνται να βγούνε από την γραμμή και να πούνε ότι φοβούνται δεν είναι ντροπή, διότι όλοι δεν έχουμε την ίδια ψυχραιμία, και θα τους στείλουμε στα χωριά τους στην οργάνωση να προσφέρουν άλλη υπηρεσία διότι στην προηγούμενη μάχη του Λιπαρού ένας νεοσύλλεκτος από το φόβο του έπεσε ανάσκελα και πέθανε». Μετά από αυτά που είπε ο καπετάν Μαρίνος βήκαν επτά (7) άτομα όλοι νεοσύλλεκτοι από 35 μέχρι 40 χρόνων. (...)

Τότε ήρθε διαταγή να πάμε να ελευθερώσουμε την Θεσσαλονίκη και ξεκινήσαμε την πορεία. (...) Από τα χωριά που περνούσαμε ο κόσμος μας έραινε με λουλούδια και έβαζε στις κάνες των όπλων μας γαρίφαλα και μας αγκάλιαζαν και μας φιλούσαν. Μετά μια ώρα περίπου μάθαμε πως έρχεται και το ιππικό Λαρίσης, ο κόσμος μόλις το έμαθε βγήκανε προς προϋπάντηση (...) Τότε ακριβώς για πρώτη φορά είδα και το ιππικό του ΕΛΑΣ. (...) Και όπως ήταν ο κόσμος δεξιά και αριστερά περνούσε κατά λόχους. Το ιππικό αυτό το είχε αιχμαλωτίσει ο ΕΛΑΣ Θεσσαλίας. Ολόκληρη ταξιαρχία Ιταλούς με τα άλογα. (...) Και όπως περνούσαν κατά λόχους, ένας λόχος όλο άσπρα άλογα, ο δεύτερος λόχος κόκκινα και ο τρίτος λόχος μαύρα, περνούσαν κατά τριάδες και οι Επονίτες και οι Επονίτισσες του χωριού και οι γυναίκες περνούσαν στεφάνια στο λαιμό των αλόγων και από την πολύ συγκίνηση δάκρυσαν τα μάτια του κόσμου. (...)

Και αφού περάσαμε τον ποταμό Αξιό φθάσαμε κοντά στο χωριό Σίνδο εκεί μάθαμε ότι η Θεσσαλονίκη ελευθερώθηκε από τα τμήματα του ΕΛΑΣ Χαλκιδικής 31ου Συντάγματος και του 13ου Κιλκίς και του Εφεδρικού ΕΛΑΣ Θεσσαλονίκης. (...) Οι Γερμανοί και οι Παοτσήδες φύγανε και πηγαίνανε για την Γερμανία. Στα σύνορα οι Γερμανοί στήσανε τα μυδράλλια και είπανε στους Παοτσήδες, «πού πάτε; Πίσω γρήγορα. Εσείς την πατρίδα σας προδώσατε και εμάς θα αφήσετε;». Αυτά βέβαια τα μάθαμε από Παοτσήδες που πιάσαμε αιχμαλώτους στο Κιλκίς. Και αφού τους γύρισαν πίσω και δεν τους άφησαν να πάνε μαζί τους, μαζευτήκανε όλοι μέσα στο Κιλκίς επτά (7) χιλιάδες Παοτσήδες και αφού εφτιάχναν ένα σωρό αίσχη ως και βιασμούς γυναικών και κοριτσιών οχυρωθήκαν στα ακριανά σπίτια, στο γυμνάσιο και στο νοσοκομείο και στο ύψωμα στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. (...)

Η μάχη του Κιλκίς

(...) Τη νύχτα κυκλώσαμε όλο το Κιλκίς και το πρωί άρχισε η μάχη και κράτησε μέχρι τις 4 (τέσσερις) το απόγευμα. (...) Τους είχαν προτείνει οι δικοί μας καπετανέοι να παραδοθούν. αυτός αρνήθηκαν και άρχισε μια σκληρή μάχη που δεν λέγεται. (...) Στον τομέα που επιτέθηκε το τάγμα του καπετάν Ακρίτα -ψευδώνυμο, το όνομα Ανέστης Κοντόζης- οι Παοτσήδες σήκωσαν άσπρες σημαίες για να παραδοθούν τάχα αλλά αυτοί έκαναν μπλόφα και (...) οι Παοτσήδες τους θέριζαν. (...) Το τάγμα του Ακρίτα έχασε εκατό είκοσι (120) άνδρες και δύο λοχαγούς. (...) Γινόταν σκληρές οδομαχίες από σπίτι σε σπίτι ώσπου ήρθαν σε γκρίνια αναμεταξύ των καπετανέων τους που ήταν στο γυμνάσιο και το νοσοκομείο διότι άλλοι έλεγαν να παραδοθούν και άλλοι όχι. Ωσπου τελικά παραδόθηκαν στις τέσσερις με πέντε η ώρα. (...) Θύματα των Παοτσήδων τουλάχιστον οκτακόσια (800) και αιχμάλωτοι περίπου έξι χιλιάδες. (...) Σ' αυτή τη μάχη αυτοκτόνησε και ο καπετάνιος των Παοτσήδων, Κυσά Πατσάκ καθώς είχα ακούσει. (...)

Στον δρόμο εις φάλαγγα κατά εξάδες και εμείς μια φάλαγγα κατ' άνδρα από τη μια και από την άλλη μεριά με τα όπλα ανά χείρας τους πηγαίναμε στα καπνομάγαζα και είχαμε διαταγή να μην αφήσουμε κανένα να τους πειράξει αλλά ο λαός του Κιλκίς ήταν τόσο πολύ αγανακτισμένος που μαζευτήκανε δεξιά και αριστερά από την άσφαλτο και ορμούσαν με ξύλα και διάφορα αντικείμενα να τους χτυπήσουν φωνάζοντας τους «ακαθάρματα, προδότες θέλατε οκτακόσιες γυναίκες να γλεντήσετε» και ορμούσαν απάνω τους αλλά εμείς δεν τους αφήναμε και τους λέγαμε ότι θα τους στείλουμε στα χωριά τους για να περάσουν από λαϊκό δικαστήριο. (...)

Πράγματι τους στείλανε στα χωριά τους, αλλά αυτοί οι προδότες μόλις παραδώσαμε, με την Συνφωνία της Βάρκιζας τα όπλα και πήγαμε στα χωριά μας είχαν έρθει και οι Αγγλοι με τους λεγόμενους Μπουραντάδες. Αμέσως τους όπλισαν και άρχισαν να μας κυνηγάνε και κρυβόμασταν από δω και από εκεί, άλλους έπιαναν τους εξαφάνιζαν, άλλους σακάτευαν στο ξύλο, γυναίκες εβίαζαν και τους έκοβαν τα μαλλιά και πολλά άλλα που με πιάνει ανατριχίλα που τα γράφω, αλλά ας έρθω στη συνέχεια. (...)

Φύγαμε το τάγμα μας και πήγαμε στο χωριό Διαβατά Θεσσαλονίκης και μείναμε εκεί περίπου ένα μήνα η δουλειά μας ήταν τώρα ασκήσεις, θεωρίες, ενέδρες και περιπολίες, διότι υπήρχαν κάτι μικροομάδες όπως η ομάδα του προδότη Παπαδόπουλου που είχαν φύγει την προηγούμενη αυτοί οι συνεργάτες με τους κατακτητές. (...)




Ολοι οι εθνοπροδότες ήρθαν στην εξουσία με τη δύναμη και επένβαση των Αγγλων και άρχισαν να μας κυνηγάνε, να μας στέλνουν εξορίες, εκτελέσεις, βασανιστήρια να μας αποκαλούν Βούλγαρους, Οχρανίταις, κομμουνιστές, προδότες, ξενοκίνητοι και άλλα. Αλλά δεν θα τους περάσει η Ιστορία γράφτηκε και ο λαός ξέρει ποιοι ήταν οι προδότες και ποιοι πατριώτες και ο σοσιαλισμός θα νικήσει σε όλο τον κόσμο.

Τέλος

Περικλής Σελίδης

1922-2003

You Might Also Like

0 σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Δημοφιλείς 30 ημέρες

Δημοφιλείς 7 ημέρες